Tuesday, May 20, 2008

Γιασμίνα Χαντρά, Οι σειρήνες της Βαγδάτης

Τίτλος: «Οι σειρήνες της Βαγδάτης»
Συγγραφέας: Γιασμίνα Χαντρά
Μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος
Εκδόσεις: Καστανιώτης 2008
Σελίδες: 325


Με μεγάλο ενθουσιασμό διάβασα το «Τρομοκρατικό κτύπημα» της Γιασμίνα Χαντρά, και έγινα αμέσως φαν του συγγραφέα Μωχάμεντ Μουλεσεχούλ, πρώην στρατιωτικού που για ευνόητους λόγους έγραφε με αυτό το γυναικείο ψευδώνυμο και εξακολουθεί να γράφει, μια και με αυτό καθιερώθηκε. Διάβασα όλα τα βιβλία του, με εξαίρεση ένα που έχει εξαντληθεί, και έκανα μια συλλογική παρουσίαση στο Λέξημα.
Και ενώ όλα τα προηγούμενα βιβλία του με ενθουσίασαν, αυτό εδώ μου δημιούργησε μια κάποια αμηχανία. Αντιισλαμιστής από μια φεμινιστική οπτική, συμμεριζόμουν τον αντιισλαμισμό του. Στις «Σειρήνες της Βαγδάτης» όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο αντιισλαμισμός έχει εξαφανιστεί, και το μόνο που μένει είναι η καταδίκη των τυφλών τρομοκρατικών κτυπημάτων που έχουν σαν θύματα αθώους πολίτες.
Αντιμετώπισα ακόμη δυο προβλήματα, που παρουσιάζονται συχνά σε μια αφήγηση.
Το πρώτο: Ποιες από τις απόψεις των ηρώων συμμερίζεται ο συγγραφέας, ή διαφορετικά, ποιες απόψεις του βάζει στο στόμα των ηρώων του;
Ο Σαγιέντ είναι φερέφωνο του συγγραφέα; Το κατηγορητήριο κατά της Δύσης, στις σελίδες 188-191, είναι κατηγορητήριο του συγγραφέα ή μόνο του ήρωά του; Διότι εδώ βλέπουμε μια αντιστροφή του οριενταλισμού του Σαΐντ, τα στερεότυπα που έχουν οι μουσουλμάνοι για τη Δύση, και που δεν υπάρχει λόγος να τα παραθέσουμε εδώ.
Διαβάζουμε κάπου:
«-Εγώ ξέρω τι σημαίνει να δει κανείς τον πατέρα που λατρεύει σαν θεό με τα αχαμνά σε κοινή θέα, επειδή τον πέταξε κάτω ένας κάφρος [πεζοναύτης σε έρευνα στο σπίτι του ήρωα]….
Αλλά ένας πεζοναύτης δεν το ξέρει. Δεν μπορεί να αναλογιστεί το μέγεθος της ιεροσυλίας. Στο δικό του κόσμο, ξαποστέλνουν τους γονείς στα γηροκομεία και τους ξεχνούν εκεί σαν να μην έχουν την παραμικρή σημασία…» (σελ. 188).
Όχι μόνο ο πεζοναύτης, αλλά και ο δυτικός αναγνώστης. Πρόκειται για διαφορά κουλτούρας. Θεωρείται ταμπού να δει ο μουσουλμάνος τα γεννητικά όργανα του πατέρα του. Επειδή ο ήρωας τα είδε όταν ο πεζοναύτης έσπρωξε βάναυσα τον πατέρα του και έπεσε στο έδαφος, ένιωσε ιερή αγανάκτηση και πήγε στη Βαγδάτη για να πάρει την εκδίκησή του, μπαίνοντας στην αντίσταση. Και θυμάμαι εδώ μια από τις βρισιές του ήρωα στο μυθιστόρημα του Αμαντού Κουρουμά, «Ο Αλλάχ δεν είναι υποχρεωμένος» (Μεταίχμιο 2000) που παρουσιάσαμε στο blog μας: Φαφαρό, που σημαίνει «του πατέρα μου το πράμα». Κι εμείς χρησιμοποιούμε την ίδια βρισιά, αλλά μιλώντας για το δικό μας πράμα.
Κάνω τη σκέψη μήπως το οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι πιο ισχυρό στον αραβικό κόσμο από ότι στο δικό μας. Το παραπάνω ταμπού ίσως να μην είναι παρά μια άμυνα στην ασυνείδητη επιθυμία του αγοριού να σκοτώσει τον πατέρα του και να του αρπάξει τη μητέρα, έναν πατέρα-αφέντη και μια μητέρα με την οποία αναπτύσσει ισχυρούς λιμπιντικούς δεσμούς, όπως μας μαρτυρεί και η αυτοβιογραφία της Αλεξάνδρας Σιμεωνίδου «Εφιαλτικές νύχτες στην έρημο της Αραβίας» (Λιβάνης 2004)
Θα ανατρέψω εδώ το αραβικό στερεότυπο περί γηροκομείου αναφέροντας την προσωπική μου περίπτωση. Δεν έβαλα τον πατέρα μου στο γηροκομείο. Τα εννιά τελευταία χρόνια της ζωής του (πέθανε 94 χρονών, το 1997) τα πέρασε στο σπίτι μου, μια και γέρος καθώς ήταν δεν μπορούσε πια να μένει μόνος στο σπίτι μας στην Κρήτη. Δεν είχε λοιπόν άλλη επιλογή παρά τη «φυλακή» του διαμερίσματος στην Αθήνα. Τα τρία τέσσερα τελευταία χρόνια που είχε καταπέσει δεν μπορούσε να κάνει μόνος του μπάνιο. Του έκανα εγώ. Έτσι είδα πολλές φορές το πράγμα του. Και αναρωτιέμαι τι γίνεται στον μουσουλμανικό κόσμο, όταν ο γέρος καταπέσει και έχει πεθάνει η γυναίκα του: τον αφήνουν άπλυτο τα παιδιά του, ή φωνάζουν τον γείτονα; Γιατί δεν πιστεύω να έχουν όλοι την οικονομική δυνατότητα να πληρώνουν κάποιον γι αυτή τη δουλειά. Ή μήπως τον στέλνουν στο γηροκομείο;
Και περνάμε στο δεύτερο πρόβλημα.
Υπάρχει ένας ασυνείδητος μηχανισμός ταύτισης με τα πρόσωπα που εμφανίζονται συχνότερα στη σκηνή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως εγώ δυσκολεύτηκα να ταυτιστώ με τον ήρωα. Ο λόγος της στράτευσής του στην αντίσταση, αυτός που αναφέραμε πιο πριν, μπορεί να είναι απόλυτα δικαιολογημένος από τη δική του κουλτούρα, όχι όμως και από τη δική μου. Έτσι ο έλεος, η συμπόνια για τον ήρωα, που υπάρχει σε πολλές «αφηγήσεις» και όχι μόνο στην τραγωδία, δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Στο τέλος βέβαια υπάρχει η κάθαρση, που όμως και αυτή δεν λειτουργεί αποτελεσματικά, κι αυτό γιατί συντελείται στη βάση μιας συνειδησιακής μεταστροφής που δεν φαίνεται ιδιαίτερα πειστική: ο ήρωας, περιμένοντας στην αναμονή το αεροπλάνο που θα τον πάει στην Ευρώπη για να σκορπίσει τον θανατηφόρο ιό που κουβαλάει μέσα του, μετανιώνει την τελευταία στιγμή βλέποντας τους αθώους, αμέριμνους επιβάτες. Ακόμη λιγότερο πειστική μας φαίνεται η δεύτερη συνειδησιακή μεταστροφή, του δόκτορα Τζαλάλ, που από πολέμιος των ισλαμιστών γίνεται ένθερμος υποστηρικτής τους, όταν συνειδητοποιεί ότι η Δύση τον «χρησιμοποιεί». Αυτό το πρόβλημα της συνειδησιακής μεταστροφής είναι ιδιαίτερα δύσκολο στο χειρισμό του, και ελάχιστοι το αντιμετωπίζουν με επιτυχία. Η Γιασμίνα Χαντρά κατά τη γνώμη μου δεν είναι απ’ αυτούς.
Ο αναγνώστης κουβαλάει κατά την ανάγνωση τις δικές του αντιλήψεις και προκαταλήψεις. Οι περισσότεροι είναι ενάντια στην αμερικάνικη κατοχή στο Ιράκ, και ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες που περάσαμε τη δική μας κατοχή με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Δυσκολεύομαι όμως να ταυτιστώ με την ιρακινή αντίσταση, καθώς εμφορείται από το φονταμενταλιστικό ισλαμικό πνεύμα. Στην εκπομπή του Κούλογλου ακούω μέλος τη ιρακινής αντίστασης να λέει ότι θέλει να γίνει μάρτυρας για να πάει στον παράδεισο όπου τον περιμένουν, όχι ένα και δύο, αλλά 72 ουρί. Τελικά φαίνεται ότι πιο αποτελεσματική είναι η θρησκεία που τάζει περισσότερα στον άλλο κόσμο. Σε σχέση με τον δικό μας, χριστιανικό ασεξουαλικό παράδεισο, ο μουσουλμανικός παράδεισος αποτελεί όντως μια πρόοδο, ακόμη και αν δεν προβλέπει τίποτα για τις γυναίκες. Αλλά η γυναίκα στο ισλάμ είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο για να το ανοίξουμε εδώ.
Η Χαντρά, με θητεία στο αστυνομικό μυθιστόρημα, είναι ένας ικανότατος αφηγητής που προσφέρει πάντα στα έργα της μια συναρπαστική πλοκή. Και οι «Σειρήνες της Βαγδάτης» δεν αποτελούν εξαίρεση. Παρά τις παραπάνω ενστάσεις μας δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν πρόκειται για ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, που η ανάγνωσή του αποζημιώνει.

Μπάμπης Δερμιτζάκης