Saturday, June 7, 2008

Βιβλιοπαρουσίαση: Πέτρος Τατσόπουλος, Νεοέλληνες

Πέτρος Τατσόπουλος, Νεοέλληνες, Μεταίχμιο 2008

Μπορεί οι «Νεοέλληνες» να είναι το τελευταίο βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου, όμως τα κείμενα που περιέχονται σ’ αυτό δεν είναι τα τελευταία του. Πρόκειται για δημοσιογραφικά πορτρέτα που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά, ξεκινώντας από το 1989 και φτάνοντας μέχρι το 2004. Κάποια απ’ αυτά τα προλογίζει με κείμενα ειδικά για την έκδοση του βιβλίου.
Όταν διάβασα για το καινούριο βιβλίο του Τατσόπουλου, είπα «θα το πάρω». Οι βιογραφίες είναι το αγαπημένο μου λογοτεχνικό είδος, και ένα πορτρέτο δεν είναι παρά μια μίνι βιογραφία. Υπέθετα ότι τα πορτρέτα αυτά είναι πορτρέτα λογοτεχνών. Όταν όμως ο συμμαθητής του και φίλος μου φαρμακοποιός Νίκος Παναγιώτου μου είπε ότι αγόρασε το βιβλίο και τα πορτρέτα δεν αναφέρονται ειδικά σε λογοτέχνες αλλά σε διάφορα πρόσωπα, όπως πολιτικούς, ανθρώπους των media κ.λπ. είπα ότι δεν με ενδιαφέρει. Αλλά όταν ο Γιάννης ο Μανιάτης που έχει τις δημόσιες σχέσεις του Lexima έφερε το βιβλίο στην ομάδα και μου πρότεινε να το παρουσιάσω, δέχτηκα. Μπορεί να μη με ενδιέφεραν όλα τα πορτρέτα του, όμως ο Τατσόπουλος έχει ένα ιδιαίτερα ευφυές και απολαυστικό ύφος που ήξερα ότι θα με αποζημιώσει, όπως και έγινε.
Η πρώτη παρατήρηση που έκανα είναι ότι συχνά σε ένα δημοσιογραφικό κείμενο κάποιες πληροφορίες θεωρούνται δεδομένες για τον αναγνώστη της εποχής, αλλά όταν ξαναδιαβάζει κανείς το ίδιο κείμενο μετά από χρόνια, τις πληροφορίες αυτές είναι πιθανόν να τις έχει ξεχάσει. Διαβάζοντας για τον Κώστα Αρζόγλου, δεν θυμόμουνα καθόλου τι είχε γίνει με το θέατρό του και τις περιπέτειες που πέρασε γι αυτό. Μόνο προχωρώντας στην ανάγνωση καταλάβαινα σιγά σιγά τι περίπου είχε συμβεί.
Μέσα από τα πορτρέτα των ανθρώπων παρουσιάζονται αναπόφευκτα και τα «τοπία», μια και οι άνθρωποι δεν αιωρούνται στο κενό όπως οι άγιοι στις βυζαντινές αγιογραφίες αλλά βρίσκονται σε ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο. Έτσι στο πορτρέτο του Νίκου Μαστοράκη βλέπουμε και μια λεπτομέρεια του τοπίου που λέγεται «Τύπος».
«Ένας από τους πρώτους που εκδηλώνουν ενδιαφέρον για συνεργασία μαζί του είναι και ο Γιώργος Κουρής. Εκδίδει τότε μια κίτρινη φυλλάδα, τη Star, και σχεδόν καθημερινά διασύρει τον Μαστοράκη. ‘Δεν ντρέπεσαι, βρε ξεφτιλισμένε’, αγριεύει ο Μαστοράκης ‘να μου προτείνεις συνεργασία, ενώ με βρίζεις από την εφημερίδα σου;’-‘Νίκο μου’ απαντάει ψύχραιμα ο Κουρής, με την κεφαλονίτικη προφορά του, ‘εγώ πιστεύω πως είσαι ο καλύτερος Έλληνας. Κάθε φορά όμως που σε βρίζω πουλάω πέντε χιλιάδες φύλλα παραπάνω. Αν δεν με πιστεύεις, να σου δείξω το δελτίο του πρακτορείου’». (σελ. 240-241).
Στις βιογραφίες όπως και στα πορτρέτα τα καλύτερα σημεία είναι τα ανέκδοτα όπως το παραπάνω, ή ιστορικά ανέκδοτα που παραθέτουν τα πρόσωπα που προσωπογραφούνται, όπως το παρακάτω που αναφέρει στη συνέντευξή της η Δήμητρα Παπανδρέου.
«Μου θυμίζουν την ιστορία με τον αυτοκράτορα Τιβέριο. Καθώς ο υπασπιστής του διάβαζε μια λίστα με ονόματα επάρχων που στασίασαν, ο Τιβέριος κοντοστάθηκε σε ένα όνομα. ‘Αυτός δεν μπορεί να στασίασε εναντίον μου’ είπε, ‘δεν τον έχω ευεργετήσει’» (σελ. 288).
Και το παρακάτω είναι επίσης απολαυστικό. Συζήτηση ανάμεσα σε μια Ρωσίδα λογοτέχνιδα και στον λογοκριτή.
«-Αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε. Άλλαξαν πια οι καιροί. Εάν χρειαστεί, θα φτάσω έως το πολιτμπιρό. Εγώ κύριε είμαι τανκ.
Ο λογοκριτής διατήρησε τη δική του ψυχραιμία:
- Εσείς κυρία μου μπορεί να είστε τανκ, αλλά εμείς είμαστε τέλμα» (σελ. 349).
Το κουτσομπολιό θεωρείται απαξιωμένο, αλλά εγώ το εκτιμώ ιδιαίτερα. Ο Μαστοράκης αφηγείται στον Τατσόπουλο τα γυρίσματα του «Έλληνα μεγιστάνα».
«…Μονάχα ο (Άντονυ) Κουίν μου έβγαλε την ψυχή. Ήθελε σαν τρελός να πηδήξει τη (Ζακλίν) Μπισέ. Εκείνη τον αντιμετώπιζε με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο. Δεν ήθελε να τον κάνει εχθρό, ούτε όμως και να του ‘καθίσει’» (σελ. 238). Ο καημένος είχε την ατυχία να μην είναι ο αυθεντικός Ωνάσης, παρά μόνο ιμιτασιόν.
Το απολαυστικό χιούμορ του Τατσόπουλου γίνεται καμιά φορά σάτιρα καυστική. Μιλώντας για τη 17 Νοέμβρη γράφει τα παρακάτω: «Οι περισσότεροι, οι συντριπτικά περισσότεροι, δεν πέρασαν ποτέ από τα λόγια στην πράξη. Μερικοί –οι πιο αξιοθρήνητοι-ανακάτεψαν μαρξισμό, εθνικισμό και ορθοδοξία σε μια άγευστη ομελέτα. Απέκτησαν μπάκα και φαλάκρα, κατέληξαν βαρύθυμοι και δυσκίνητοι, τραγικοί κατά φαντασίαν, ουσιαστικά γραφικοί και περίγελοι. Μετρημένοι και αξιοπρεπείς» (σελ. 191).
Και ένα πρόβλημα με τα πορτρέτα: Τι γίνεται όταν κάποιον δεν τον πας; Ρετουσάρεις την εικόνα ή την παρουσιάζεις με ένα φωτογραφικό ρεαλισμό; Ή, ακόμα χειρότερα, την παρουσιάζεις με ένα γελοιογραφικό εξπρεσιονισμό; Βέβαια, οι επώνυμοι δεν είναι όλοι άγιοι (στο Ιδιωτικό Καφενείο η Ελεύθερη Συζήτηση του Ιάσωνα Ευαγγέλου, όπου μαζευόμαστε κάθε Πέμπτη, καθώς μερικοί από την παρέα είναι θεολόγοι, έχω μάθει ένα σωρό άπλυτα για κάποιους αγίους μας). Το να δείχνεις όμως την ελιά στο μάγουλό τους δεν είναι σαν να τους σπιλώνεις;
Αφορμή για αυτό το σχόλιο μου έδωσε το πορτρέτο του Ταχτσή (τραγικά επίκαιρο μετά τη δολοφονία του Σεργιανόπουλου, μόλις προχθές). Γράφει ο Τατσόπουλος:
«Ο Κώστας Ταχτσής ήταν ένας από τους ελάχιστους αληθινά μικροπρεπείς ανθρώπους που έχω γνωρίσει, ανόθευτα μικροπρεπής-ένας βασιλιάς, θα λέγαμε, της μικροπρέπειας, βουτηγμένος ως το λαιμό στα καθημερινά κουτσομπολιά, ανίκανος ν’ αρθεί πάνω από τα ασήμαντα, να ελέγξει τις εμπάθειες και τις εμμονές του. Πιθανόν γι’ αυτό οι καλύτερές του σελίδες σκιαγραφούν ανεπανάληπτα τις μικροαστικές συνειδήσεις, τον ζοφερό κόσμο της κατινιάς» (σελ. 137).
Πρέπει να το αναγνωρίσουμε στον Τατσόπουλο, μπορεί να μη ρετουσάρει το πορτρέτο, ρετουσάρει όμως την ελιά.
Μια ακόμη κουτσομπολίστικη πληροφορία. Ο Φέξης γιος έπαιξε τον εκδοτικό του οίκο «-μάλλον στα χαρτιά-» και τον έχασε.
Με τον Τατσόπουλο έχουμε περάσει από το ίδιο γκρουπούσκουλο της Νέας Αριστεράς, τα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας. Εγώ έχω μόλις απολυθεί από το στρατό, έφεδρος ανθυπολοχαγός εφοδιασμού μεταφορών, και βρίσκομαι σε ένα από τα Κέντρα Ζωής και Πολιτισμού. Αυτός είναι μαθητής και δραστηριοποιείται στο μαθητικό τμήμα της οργάνωσης. Κάνει μια αναφορά σ’ αυτό στο «Η καλοσύνη των ξένων» που παρουσιάσαμε στα Κρητικά Επίκαιρα, και τον έλεγξα για αδυναμία μνήμης. Για το ίδιο πράγμα θα τον ελέγξω και τώρα. Γράφει για τον Κουμανταρέα «Τον γνώριζα ήδη είκοσι χρόνια, από τον Ιούνιο του 1980» (σελ. 109).
Το 1980 ο Τατσόπουλος ήταν 21 χρονών. Τον Κουμανταρέα τον γνώρισε όταν το μαθητικό τμήμα της Νέας Αριστεράς έκανε ένα λογοτεχνικό διαγωνισμό διηγήματος, και στην ελλανόδικο επιτροπή ήταν ο Κουμανταρέας. Τα υπόλοιπα μέλη θα πρέπει να ήταν Καμπανέλης, Χατζής, Μουρσελάς. Σίγουρα δύο από αυτούς.
Έγινε τελετή βράβευσης. Το πρώτο βραβείο το πήρε ο Τατσόπουλος, με ένα πραγματικά θαυμάσιο διήγημα για πένα μαθητή, που έδειχνε ότι είχε ταλέντο. Το τεύχος του μαθητικού περιοδικού της οργάνωσης όπου δημοσιεύτηκε, του «Μόρφωση – Τέχνη – Ζωή», κάπου πρέπει να το έχω καταχωνιάσει.
Με ενδιαφέρον διάβασα και το κείμενο για το Λαζόπουλο. Το Αλ τσαντίρι είναι από τις ελάχιστες εκπομπές που βλέπω στην τηλεόραση. Και φυσικά το κείμενο για την πάλαι ποτέ μαθήτριά μου, την Ανίτα Πάνια.
Θα κλείσω επαναλαμβάνοντας αυτό που είπα στην αρχή. Το βιβλίο είναι απολαυστικό. Αξίζει να το διαβάσετε.

Μπάμπης Δερμιτζάκης, 6-6-2008

Tuesday, June 3, 2008

Βιβλιοπαρουσίαση: Ιουστίνη Φραγκούλη, Ημερολόγιο Αβάνας

Τίτλος: «Ημερολόγιο Αβάνας»
Συγγραφέας: Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη
Εκδόσεις: Ηλέκτρα, 2008
Σελίδες: 135

«Ημερολόγιο Αβάνας» είναι ο τίτλος που δίνει στο νέο της βιβλίο η Ιουστίνη Φραγκούλη, δημοσιογράφος, μυθιστοριογράφος και πολιτιστική πρέσβειρα της χώρας μας στον μακρινό Καναδά, αν και ο τίτλος που αντιστοιχεί περισσότερο στο περιεχόμενό του είναι «Ταξιδιωτικό ημερολόγιο Αβάνας». Πρόκειται για τις ημερολογιακές σημειώσεις που έγραψε η Ιουστίνη κατά το τελευταίο της ταξίδι στην Κούβα.
Το άνετο αφηγηματικό στυλ της Ιουστίνης το έχουμε ήδη επισημάνει στα δυο μυθιστορήματά της, και εξακολουθεί να τη διακρίνει και σ’ αυτό το διαφορετικό λογοτεχνικό είδος. Μικρές προτάσεις, με τις οποίες εστιάζει σε αυτό που της προκαλεί το ενδιαφέρον όχι περισσότερο από το αναγκαίο.
Δεν έχω πάει στην Κούβα, και έτσι κουβαλάω μαζί μου το στερεότυπο που έχουν οι περισσότεροι γι αυτή τη χώρα. Το «Ημερολόγιο Αβάνας» της Φραγκούλη έρχεται να διορθώσει αυτό το στερεότυπο, χωρίς όμως να το ανατρέψει: μια χώρα ξενοιασιάς και γλεντιού, με διάχυτο ερωτισμό, παρά τη φτώχεια που μαστίζει τον πληθυσμό τα τελευταία χρόνια. Ίσως και εξαιτίας του. Ελληνική είναι η παροιμία που λέει «η φτώχεια θέλει καλοπέραση».
Γράφει κάπου στο βιβλίο της η Ιουστίνη ότι το επίπεδο ζωής βρίσκεται ακόμη πολύ μακριά από το επίπεδο που είχε το 1991. Ήταν η χρονιά που κατέρρευσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, και όλοι ανακουφιστήκαμε που απομακρύνθηκε ο κίνδυνος ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος. Η ανακούφιση βέβαια κράτησε λίγο, γιατί είδαμε τα αποτελέσματα που είχε η εξάλειψη του αντίπαλου δέους. Οι Αμερικάνοι, με όλη τους την άνεση πια, μπορούσαν να στραγγαλίσουν οικονομικά με το εμπάργκο τους τη μικρή χώρα που τόλμησε να υψώσει το ανάστημά της απέναντί της. Οι εικόνες που μας δίνει η Ιουστίνη, με τα άδεια σουπερμάρκετ και τις ουρές που δημιουργούνται όταν μαθεύεται ότι κατέφθασαν κάποια προϊόντα θυμίζουν εικόνες από τις σοσιαλιστικές χώρες, μόνο που αυτές δεν οφείλονται πια στο σοσιαλισμό αλλά στο εμπάργκο.
Υπάρχουν και αρκετές φωτογραφίες στο βιβλίο. Ασπρόμαυρες. Μπορεί να μπήκαν ασπρόμαυρες για να μειωθεί το κόστος της έκδοσης, όμως ταιριάζουν απόλυτα με την ασπρόμαυρη ζωή των κατοίκων της. Ασπρόμαυρη γιατί συνειρμικά παραπέμπει στον ιταλικό νεορεαλισμό ή στη δική μας δεκαετία του πενήντα.
Ενώ συνήθως στα ταξιδιωτικά έργα ο συγγραφέας αφηγείται με ένα απρόσωπο «εγώ», εδώ η Ιουστίνη αφηγούμενη αυτοπροσωπογραφείται, δίνοντας παράλληλα και μια συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα στο έργο, φορτισμένη από την απουσία της αγαπημένης αδελφής. Μαζί της είχε έλθει αρκετές φορές στο παρελθόν στην Κούβα, όμως ο θάνατος της στέρησε στο εξής τη συντροφιά της. Σύμβολο της απουσίας της η πεταλούδα-ψυχή, που συνοδεύει συχνά την Ιουστίνη στους περιπάτους της: «Η αδελφή μου είναι παντού: στις αναμνήσεις, στους δρόμους, στις μυρωδιές, στις εικόνες. Μου ’ρχονται συνέχεια στο νου τα χαχανητά μας στο αντίκρυσμα των αχόρταγων αντρικών βλεμμάτων. Με συντροφεύουν οι κρυφές μας κουβέντες το βράδυ στο κρεβάτι. Οι πεταλούδες εξακουλουθούν να πετάνε γύρω μου σχεδόν γιορταστικά. Σα να με περιμένουν σε κάθε μου έξοδο. Φαίνεται πως η Κωνσταντίνα είναι δίπλα μου, πως κατεβαίνει ώρες-ώρες απ’ τη γειτονιά τ’ ουρανού για να με συντροφεύει…» (σελ. 47).
Τα αποσιωπητικά δικά της. Δεν θέλει να μιλήσει περισσότερο για το πένθος της, μας δείχνει όμως ότι είναι συνεχώς παρόν.
Όχι μόνο με τα αποσιωπητικά αυτά. Οι πεταλούδες, σαν λάιτ μοτίφ, επανέρχονται συνεχώς στις σελίδες του βιβλίου της.
Η Ιουστίνη ενδιαφέρεται για την ομογένεια. Ομογενής και αυτή σε μια άλλη χώρα, ψάχνει τους ομοίους της, ίσως σε μια ασυνείδητη επιθυμία να μοιραστούν τη νοσταλγία για την πατρίδα. Παίρνει τηλέφωνα, τους ψάχνει, με κάποιους συναντιέται και μας παρουσιάζει τα πορτρέτα τους. Οι προσωπικές τους ιστορίες αποτελούν μια συναρπαστική αφήγηση μέσα στη συγχρονία της ταξιδιωτικής περιπλάνησης.
Μου άρεσε πάρα πολύ το βιβλίο. Και μακάρι να πραγματοποιηθεί η ευχή που μου έγραψε η Ιουστίνη στην αφιέρωση, «να ταξιδέψεις στην Κούβα μου»
Στην Κούβα της. Ανήκει πια στην Κούβα, και η Κούβα σ’ αυτήν. Και ο χώρος που διάλεξε για τη χθεσινοβράδινη παρουσίαση του βιβλίου της εκφράζει αυτή την αγάπη για την Κούβα της, το μπαρ Cubanita, στου Ψυρρή, που πλαισίωσε την παρουσίαση με κουβανέζικους ρυθμούς και τραγούδια.
Να πούμε δυο λόγια και για την παρουσίαση αυτή.
Η κα Βιβή Κοψιδά-Βρεττού έκανε μια απέριττη φιλολογική παρουσίαση του βιβλίου, φροντίζοντας έξυπνα να την αμβλύνει μπροστά σε ένα κοινό που μπορεί να κουραζόταν. Έξοχη και η παρουσίαση της Άννας Νταλάρα, η οποία έχει και αυτή μια αγαπησιάρικη σχέση με την Κούβα αλλά και με όλη τη Λατινική Αμερική. Ο υφυπουργός εξωτερικών Θόδωρος Κασσίμης, υπεύθυνος για τον απόδημο ελληνισμό, καθώς δεν είχε πάει ποτέ στην Κούβα όπως ομολόγησε ο ίδιος, διάβασε το βιβλίο κουβαλώντας τα γνωστά αριστερά στερεότυπα, και γι αυτό το επέκρινε σε σημεία, αμβλύνοντας όμως την επίκριση λέγοντας ότι το κάνει από αγάπη για την Ιουστίνη, πράγμα που το πιστεύουμε. Η Ιουστίνη όμως, πολύ έξυπνα, κλείνοντας την παρουσίαση, του πέταξε το καρφί με την παρατήρηση ότι της τη βγήκε από αριστερά. Αυτός, ένας υφυπουργός της Δεξιάς. Όσο για τον συντονιστή δημοσιογράφο κο Παρλαβάντζα, δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερος, αφού παρενέβαινε λαλίστατος ανάμεσα στις παρουσιάσεις.
Επειδή έχουμε μήνες σε προδημοσίευση σε μια ιστοσελίδα μας την παρουσίασή μας για το βιβλίο της Ιουστίνης «Ψηλά τακούνια για πάντα», αποφασίσαμε επί τη ευκαιρία να την επισυνάψουμε σ’ αυτήν εδώ την ανάρτηση στο blog του Λέξημα.

Μπάμπης Δερμιτζάκης, 3-6-2008

Τίτλος: «Ψηλά τακούνια για πάντα»
Συγγραφέας: Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη
Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα, 2006
Σελίδες: 299

Εξιστορώντας τη ζωή οκτώ γυναικών, από τα γυμνασιακά τους χρόνια μέχρι τα σαράντα τους, η συγγραφέα εικονογραφεί χαρακτηριστικές πλευρές της γυναικείας ψυχολογίας σε τυπικές καταστάσεις ζωής.

Πήρα από τα Ελληνικά Γράμματα το τελευταίο μυθιστόρημα της Ιουστίνης Φραγκούλη για να το παρουσιάσω στο Λέξημα, και την επόμενη μέρα, κοιτάζοντας ένα πάγκο του βιβλιοπωλείου της Εστίας, έπεσα πάνω στο πρώτο της μυθιστόρημα, το «Πετάει το σύννεφο, πετάει» (Ψυχογιός 2003). Το αγόρασα λοιπόν με τη σκέψη ότι καλό είναι να πούμε και γι αυτό δυο λόγια.
Πρόκειται για οικογενειακές ιστορίες. Πρωταγωνιστές είναι ο παππούς με τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Παρακολουθώντας την ιστορία τους παρακολουθούμε και την ιστορία της νεότερης Ελλάδας: Βαλκανικοί πόλεμο, μικρασιατική καταστροφή, κατοχή, εμφύλιος, χούντα. Τα παιδιά είναι οκτώ. Τις παράλληλες ιστορίες τους τις παρακολουθούμε διαδοχικά. Εμβόλιμα παρουσιάζεται η ιστορία του παπά πατέρα, που από αγρότης γίνεται παπάς. Οικοδομείται και ένα «σασπένς του πώς»: πώς σκοτώθηκε η παπαδιά από τους αριστερούς. Το μαθαίνουμε κάπου στο τέλος.
Στο «Ψηλά τακούνια για πάντα» η Τζούλια, μια σαραντάρα γυναίκα που ζει στον Καναδά, καλεί τις φίλες της να συναντηθούν, τηρώντας μια υπόσχεση που είχαν δώσει πριν 18 χρόνια, όταν τέλειωναν το σχολείο, να βρεθούν όλες μαζί όταν θα έκλειναν τα 40. Στη συνέχεια παρακολουθούμε τις ιστορίες των έξι φιλενάδων. Οι ιστορίες αυτές έχουν σαν στόχο να προσωπογραφήσουν τα κορίτσια, που αποτελούν τυπικές φιγούρες κοριτσιών της μεταχουντικής εποχής, που αντιμετωπίζουν επίσης τυπικές καταστάσεις στη γαμήλια ζωή. Η Ιουστίνη συνοψίζει αυτά τα πορτραίτα:
«Πώς ν' αφομοιώσει η ψυχή της όλες αυτές τις δυστυχίες των φιλενάδων της; Η μία ν' ανέχεται τις εξωσυζυγικές σχέ¬σεις του άντρα της και να εισπράττει καθημερινά τη βίαιη συμπεριφορά του, ανίκανη να διεκδικήσει την ελευθερία της λόγω του κοινωνικού καταναγκασμού. Η άλλη, δεμένη σ' ένα γάμο χωρίς έρωτα, να ομολογεί πως έχασε οριστικά και αμετάκλητα το τρένο της ευτυχίας. Η τρίτη να προσδοκά μόνο το σκαμπανέβασμα σε εφήμερες σχέσεις, παραιτημένη στην αφοσίωση ενός άντρα που δεν αγαπούσε. Η Αθηνά ήταν η μόνη που δήλωνε ευχαριστημένη από τις επιλογές της. Όσο για τη Μαρία, αυτή κι αν τις αποσυντόνισε με την αποκάλυψη της! Η γυναίκα-υπόδειγμα από τα παιδικά τους χρόνια απειλούσε να καταστρέψει την καλοστημένη της οι¬κογένεια για έναν ουρανοκατέβατο έρωτα!» (σελ. 262).
Και εδώ υπάρχει ένα σασπένς, «σασπένς του γιατί». Το μυθιστόρημα ξεκινάει με μια «πράξη σπουδαία», όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης: την αυτοκτονία του πατέρα της Τζούλιας. Ο πατέρας της, διευθυντής τράπεζας και ευυπόληπτο μέλος της τοπικής κοινωνίας, αυτοκτονεί μέσα στο λουτρό κόβοντας τις φλέβες του. Το σασπένς λύνεται στο τέλος: Η αυτοκτονία του δεν οφειλόταν ούτε σε οικονομικές ατασθαλίες ούτε σε ροζ σκάνδαλα αλλά σε ψυχασθένεια. Σταμάτησε να παίρνει τα φάρμακα, και όταν βρέθηκε στη φάση της κατάθλιψης αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του.
Η Ιουστίνη αποκαλεί την αυτοκτονία του «δάντεια».
Νομίζω δεν έφτιαξε σωστά τη λέξη. Η σωστή λέξη θα ήταν «δαντώνεια». Το «δάντεια» παραπέμπει στον Δάντη, που δεν μου λέει τίποτα. Το «δαντώνεια» παραπέμπει στον Δαντών, έναν από τους ηγέτες της Γαλλικής Επανάστασης, που πέθανε κι αυτός στο λουτρό, όχι όμως αυτοκτονημένος, αλλά μαχαιρωμένος από τη Σαρλότα Κορντέ.
Δίνοντας η Φραγκούλη τον τίτλο «Ψηλά τακούνια για πάντα» στο μυθιστόρημά της αναρωτιέμαι αν είχε στο μυαλό της «Τα ψάθινα καπέλα» της Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Και αυτό γιατί το βιβλίο της έχει ίδια θεματική: ιστορίες κοριτσιών μέσα από τις οποίες μας δίνονται οι σκέψεις, τα αισθήματα και οι αγωνίες τους. Φαντάζομαι όμως πως όχι, γιατί αν ήθελε να αναδείξει την ομοιότητα, ο τίτλος που θα έβαζε θα ήταν απλά «Τα ψηλά τακούνια».
Ένα κεφάλαιο του μυθιστορήματός της είναι δοκιμιακό, με θέμα τον μεταφεμινισμό. Ήταν το μόνο που έλειπε για να ολοκληρώσει το πανόραμα αυτό της «γυναικείας κατάστασης» στα τέλη του 20ου αιώνα. Παραθέτουμε την παράγραφο που συνοψίζει την καρδιά του προβληματισμού:
«Ο μεταφεμινισμός, ως όρος, υπαινίσσεται πως οι γυναίκες έχουν σημειώσει μεγάλη πρόοδο εξ αφορμής του φεμινισμού, αλλά συγχρόνως υποδηλώνει πως ο φεμινι¬σμός είναι τώρα χωρίς σημασία, μάλιστα ανεπιθύμητος, επειδή μετέτρεψε εκατομμύρια γυναικών σε όντα δυστυ¬χισμένα, θύματα μοναξιάς, θηλυκά χωρίς θηλυκότητα, πι¬κραμένα, άτεκνα, προτρέποντάς τα να γεμίζουν τις ντου¬λάπες με μπότες εκστρατείας, κακόγουστες ινδικές φούστες και ταγάρια» (σελ. 242)
Και για τη γυναικεία φιλία γράφει τα εξής καίρια:
«Τελικά η φιλία των γυναικών γεννιέται τα χρόνια της ανιδιοτέλειας, φουντώνει με την άνθηση των ορμονών, υποσιτίζεται τον καιρό του έρωτα, ανασταίνεται με¬τά το γάμο, αναβιώνει με την ωριμότητα. Δεν ξεχνιέται ποτέ, όπως το ποδήλατο και το κολύμπι!» (σελ. 201).
Πώς βρέθηκε η Τζούλια στον Καναδά; Συμβουλή ενός ψυχίατρου στη μητέρα της: Η κόρη έπρεπε να αλλάξει παραστάσεις. Έτσι η κόρη έχασε μεμιάς πατέρα και μητέρα. Η εγκατάλειψη οδήγησε στην απόρριψη. Παρά τα γράμματα που τις έστελνε η μητέρα της δεν της απάντησε ποτέ. Οι ψυχίατροι δεν δίνουν πάντα σωστές συμβουλές. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποιος πραγματικός πυρήνας σ’ αυτή την ιστορία.
Διάβασα κάπου ότι στο αριστούργημα του Τολστόι «Πόλεμος και Ειρήνη» οι κριτικοί βρήκαν καμιά δεκαπενταριά ασυνέπειες. Εγώ στο βιβλίο της Ιουστίνης βρήκα μόνο μία.
Η Αθηνά λέει στην Καίτη: «…δεν είσαι ακόμη ούτε 40 και τα παιδιά σου είναι ενήλικα, σπουδάζουν» (σελ. 256). Η Καίτη παντρεύτηκε αφού πήρε το πτυχίο της στα ΚΑΤΕΕ, βοηθός ακτινολόγου. Αν υποθέσουμε ότι έκανε το πρώτο της παιδί στα 22, όταν σαραντάριζε θα ήταν μόλις 18.
Μια ασυνέπεια δεν στερεί παρά ελάχιστα από αυτό το θαυμάσιο βιβλίο, όπως άλλωστε και οι ασυνέπειες στο έργο του Τολστόι δεν το εμπόδισαν να καταταγεί ανάμεσα στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οι γυναίκες αναγνώστριες στις ηρωίδες της Φραγκούλη θα βρουν κάτι από τον εαυτό τους, ενώ οι άντρες κάτι από τις γυναίκες που αγάπησαν.

Μπάμπης Δερμιτζάκης, 7-1-2007