Sunday, July 27, 2008

Μαρίνα Νεμάτ, Η φυλακισμένη της Τεχεράνης, Ψυχογιός 2008

Το βιβλίο Η φυλακισμένη της Τεχεράνης το είχα πάρει σαν Λέξημα από τις εκδόσεις Ψυχογιός για να το παρουσιάσω κάποια στιγμή. Υπήρχαν άλλες προτεραιότητες, και το άφηνα γι αργότερα. Τελικά ήλθε η κατάλληλη στιγμή. Η στιγμή που έπρεπε, για να θυμάμαι ότι υπάρχουν και χειρότερα.
Για το καταπιεστικό θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν έχουμε όλοι διαβάσει στις εφημερίδες ή έχουμε δει στην τηλεόραση. Τελευταία είδαμε και στις κινηματογραφικές αίθουσες την αυτοβιογραφική «Περσέπολη», σε κινούμενα σχέδια. Ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο μιας φυλακισμένης θα ήταν μια ακόμη μαρτυρία, μια παραλλαγή σ’ αυτά που ήδη ξέρουμε.
Το βιβλίο αυτό μου προσφέρει την ευκαιρία να σχολιάσω το πώς μπορεί να αποκλίνει η συγγραφική πρόθεση από την αναγνωστική πρόσληψη. Η συγγραφική πρόθεση ήταν η καταγγελία για τα όσα συμβαίνουν στις φυλακές του Εβίν. Η δική μου αναγνωστική πρόσληψη ήταν η πρόσληψη μιας ιστορίας αγάπης. Μιας ιστορίας αγάπης δραματικής, καθώς δεν υπήρξε ανταπόκριση.
Όμως ας ξεκινήσουμε με τις συγγραφικές προθέσεις. Ας αναφερθούμε σύντομα σ’ αυτά που καταγγέλλει η Νεμάτ.
Ένα από τα banner που έχω στο blog μου αναφέρεται στο λιθοβολισμό και στην εκτέλεση ανηλίκων στο Ιράν. Η Νεμάτ ήταν μόνο 16 χρονών όταν καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία ότι παρακίνησε σε αποχή τις συμμαθήτριές της. Σώθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, στον τόπο της εκτέλεσης, από έναν ανακριτή της που την ερωτεύθηκε.
Θυμάμαι που διάβαζα στις εφημερίδες, τα πρώτα χρόνια της επιβολής του καθεστώτος, για τις μαθήτριες που αντιτίθεντο στο καθεστώς, που τις παντρεύονταν στη φυλακή, τις βίαζαν και μετά τις εκτελούσαν. Αργότερα διάβασα ότι μια μουσουλμάνα δεν είναι σωστό να πεθαίνει παρθένα. Όμως στο βιβλίο της Νεμάτ δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο. Λέει ότι τις κοπέλες τις βίαζαν, γιατί μια ατιμασμένη με βιασμό κοπέλα δεν μπορεί να πάει στον παράδεισο. Πέρα δηλαδή από τη σεξουαλική ικανοποίηση των βιαστών ήταν και μια πρόσθετη τιμωρία. Μάλλον όμως όλα αυτά δεν είναι παρά μια εκλογίκευση της απλής σεξουαλικής ικανοποίησης.
Γιατί οι μαθήτριες.
Στο Ισλάμ οι γυναίκες καταπιέζονται ιδιαίτερα. Για το τι υπέφεραν οι γυναίκες επί Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν είναι γνωστό. Η Γιασμίνα Χαντρά έχει γράψει ένα μυθιστόρημα γι αυτό, με τίτλο «Τα χελιδόνια της Καμπούλ» το οποίο έχουμε παρουσιάσει στο Λέξημα. Έτσι δεν είναι τυχαίο που οι μαθήτριες, μετά την ανατροπή του Σάχη, διαμαρτύρονταν κατά του νέου καθεστώτος. Τρία από τα ιρανικά έργα που έχω δει είναι έργα διαμαρτυρίας για την καταπίεση της γυναίκας στο Ισλάμ: Ο «Κύκλος» του Τζαφάρ Παναχί, που όπως μου είπε φίλος χθες απαγορεύθηκε η προβολή του στο Ιράν, «Την ημέρα που έγινα γυναίκα» της Μερζιγιέ Μεσκινί και το «Off-side», πάλι του Τζαφάρ Παναχί. Ακόμη στο «Κόκκινο χρυσάφι», πάλι του Παναχί, βλέπουμε τους φρουρούς της επανάστασης να τη στήνουν κάτω από μια πολυκατοικία σε διαμέρισμα της οποίας έχουν πληροφορίες ότι γίνεται πάρτι και να συλλαμβάνουν τους εξερχόμενους. Έτσι λοιπόν δεν είναι συμπτωματικό που το νέο καθεστώς που επιβλήθηκε από τους ισλαμιστές βρήκε την αντίθεση πολλών, νεαρών κυρίως, γυναικών.
Όμως ας περάσουμε στην αναγνωστική πρόσληψη.
Ο ανακριτής της έσωσε τη ζωή, και με υποσχέσεις, αλλά και με απειλές όπως λέει η Νεμάτ, απειλές για την οικογένειά της, την έπεισε να τον παντρευτεί. Αυτός και η οικογένειά του της φέρθηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Όμως πώς να ένιωθε άραγε μέσα του, ξέροντας ότι κατέχει το σώμα της γυναίκας που αγαπά αλλά όχι τα αισθήματά της; Είναι ένα αφηγηματικό κενό, που ούτε η ίδια η Νεμάτ μπορεί να καλύψει, όμως είναι εύκολο να φανταστούμε, καθώς από την ίδια την αφήγησή της καταλαβαίνουμε πόσο πολύ την είχε ερωτευθεί αυτός ο άνθρωπος.
Είναι πια παντρεμένοι όταν της λέει:
«Δε βλέπεις; Ήσουν σχεδόν νεκρή κι εγώ σε έφερα πίσω. Πίστευες πραγματικά ότι θα γλίτωνες; Νόμιζες ότι ο Χαμέντ (ο άλλος ανακριτής) και οι άλλοι θα το δέχονταν έτσι; Είσαι αφελής. Σε ήθελα, αλλά δεν είμαι τόσο εγωιστής. Αν υπήρχε τρόπος, θα σε άφηνα να φύγεις και μετά ίσως σκοτωνόμουν με μια ωραία σφαίρα στο κεφάλι. Από μια μεριά, ήμασταν και οι δυο αιχμάλωτοι» (σελ. 281).
Της έσωσε τη ζωή αλλά προσπάθησε να την ξεχάσει. Ήξερε προφανώς πως το ότι της έσωσε τη ζωή δεν ήταν καθόλου αρκετό για να κερδίσει τα αισθήματά της. Και ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος που βρήκε; Να πάει στο μέτωπο, όπου μαινόταν ο πόλεμος με το Ιράκ, το 1980. Ρισκάρισε την ίδια του τη ζωή, προκειμένου να την ξεχάσει.
Η μοίρα όμως του έπαιξε παιχνίδι. Δεν σκοτώθηκε αλλά τραυματίστηκε, και έτσι ξαναγύρισε στις φυλακές του Εβίν. Εκεί δεν του έμενε πια άλλη επιλογή παρά να προσπαθήσει να την πείσει να τον παντρευτεί. Αυτό και έγινε.
Θα της σώσει τη ζωή για δεύτερη φορά. Οι ιέρακες των φυλακών θα τον δολοφονήσουν, ενοχοποιώντας για τη δολοφονία τους Μουτζαχεντίν. Ο πατέρας του όμως ξέρει ποιοι είναι οι πραγματικοί δολοφόνοι, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
Βγαίνουν από το σπίτι, και από μακριά βλέπουν μια μοτοσικλέτα να πλησιάζει. Ο Αλί, καταλαβαίνοντας για τι πρόκειται, τη σπρώχνει και τη ρίχνει στο έδαφος πριν να ανοίξουν πυρ τα δυο άτομα που επέβαιναν στη μοτοσικλέτα.
Στο έδαφος, ετοιμοθάνατος, θα παρακαλέσει τον πατέρα του να την πάει πίσω στους γονείς της. Σε μια διαθήκη που είχε συντάξει λίγες μέρες πριν, της αφήνει ότι έχει και δεν έχει, όλες του τις καταθέσεις. Η Μαρίνα δεν θα τις πειράξει.
Οι μεγαλύτεροι έρωτες είναι οι απελπισμένοι έρωτες. Έχουμε γράψει και αλλού για την «Μαντάμ Μπατερφλάι» του Henry David Hwang, για το «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» του Μάρκες, για τον «Σκύλο της Μαρί» του Ανδρέα Μήτσου, για να αναφέρω τους τίτλους που μου έρχονται αυτή τη στιγμή στο μυαλό. Ο παράφορος έρωτας που νοιώθει ο Αλί για τη Μαρίνα δεν μπορεί να κρυφτεί στην αφήγησή της, στην οποία περισσότερο προβάλλεται το μίσος που νιώθει γι αυτόν, και που προσπαθεί να καταπνίξει όταν αρχίζει να εκτιμά την αγάπη που της δείχνουν αυτός και οι γονείς του. Η εκτίμηση όμως αυτή δεν θα μετατραπεί ποτέ σε έρωτα.
Το πόσο απελπισμένος πρέπει να ένιωθε ο Αλί που δεν μπορούσε να κερδίσει την καρδιά της δεν μας το λέει άμεσα η Νεμάτ, αλλά μπορούμε να το φανταστούμε. Το πόσο πολύ την αγαπούσε δεν μπορεί να μας το κρύψει, γιατί φαίνεται από τις πράξεις του. Και η προτελευταία στη σειρά είναι όταν αποφασίζει να φύγει από τη φυλακή και να δουλέψει στην επιχείρηση του πατέρα του, ικανοποιώντας την επιθυμία της. Πιθανόν αυτή του η απόφαση να του κόστισε τη ζωή.
Η αφήγηση κινείται αντιστικτικά σε δυο χρόνους, εναλλάξ σε κάθε κεφάλαιο: Στο χρόνο της φυλάκισής της, με τον οποίο ξεκινάει: «Με συνέλαβαν στις 15 Ιανουαρίου 1982, γύρω στις εννέα το βράδυ. Ήμουν δεκάξι χρονών», και στα παιδικά της χρόνια. Στον πρώτο χρόνο έχουμε την ένταση των γεγονότων, και στο δεύτερο την ανάμνηση μιας λίγο πολύ ανέμελης παιδικής ηλικίας. Στο τέλος οι δυο χρόνοι θα συμπέσουν, για να προχωρήσει μετά η αφήγηση με γρήγορο ρυθμό: Η αποφυλάκισή της, ο γάμος της με τον αγαπημένο της τον Αντρέ, που την περίμενε τα δυο χρόνια που κράτησε η περιπέτειά της, η δραπέτευσή τους στον Καναδά το 1991. Ο άντρας της βρήκε μια καλή δουλεία, και τον Ιούλιο του 2000 αγόρασαν ένα μεγάλο σπίτι, και έγιναν πια «κανονικοί μεσοαστοί Καναδοί».
«Τότε ήταν που άρχισα να έχω αϋπνίες.
Ξεκίνησε με στιγμιότυπα αναμνήσεων που περνούσαν σαν αστραπή από το μυαλό μου μόλις έπεφτα να κοιμηθώ. Προσπαθούσα να τα αποδιώξω, αλλά εκείνα επέστρεφαν ορμητικά, κατακλύζοντας τις ώρες της νύχτας και της μέρας. Το παρελθόν κατακτούσε έδαφος και δεν μπορούσα να το απωθήσω. Έπρεπε να το αντιμετωπίσω, αλλιώς θα κατέστρεφε εντελώς την ψυχική μου υγεία. Αφού δεν μπορούσα να ξεχάσω, ίσως η λύση ήταν να θυμάμαι» (σελ. 14).
Χάρη σ’ αυτή τη λύση που επέλεξε η Μαρίνα Νεμάτ διαβάσαμε εμείς και οι χιλιάδες αναγνώστες της αυτό το θαυμάσιο βιβλίο.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Sunday, July 13, 2008

Εύα Στάμου, Ντεκαφεϊνέ, Οδός Πανός 2005

Η Εύα Στάμου είναι ψυχολόγος, συγγραφέας, και το blog της είναι από τα πιο αξιόλογα.
Διαβάζοντας το «Ντεκαφεϊνέ» θυμήθηκα έναν χαρακτηρισμό που συνήθιζα να δίνω παλιά στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία: «Εικόνες από μια έκθεση», παραπέμποντας διακειμενικά στο ομώνυμο έργο του Μοντέστ Μουσόργκσκι.
Έχω γράψει για διάφορους σύγχρονους έλληνες συγγραφείς, με πιο πρόσφατη την φίλτατη Ελένη Γκίκα, την κατά blog Alef (την μαρτύρησα μια φορά, ε, να μην τη μαρτυρήσω και δεύτερη;) ότι χρησιμοποιούν την πλοκή προσχηματικά, προκειμένου να εκφράσουν σκέψεις, απόψεις και συναισθήματα. Αυτό σημαίνει ότι το ενδιαφέρον εστιάζεται στα επί μέρους επεισόδια, στις επί μέρους εικόνες, πράγμα που σχεδόν ακυρώνει την γραμμικότητα της αφήγησης. Αυτό το επιβεβαίωσα για μια φορά ακόμη στο μυθιστόρημα αυτό της Εύας Στάμου.
Αντιγράφω το οπισθόφυλλο:
«Η αφήγηση ξεκινάει ένα χειμωνιάτικο βράδυ στην μεγαλούπολη του Μάντσεστερ με την συνάντηση μιας παρέας τριαντάρηδων από διαφορετικές κουλτούρες και χώρες. Από εκείνη τη στιγμή ξετυλίγονται οι παράλληλες ιστορίες τους που ταξιδεύουν τον αναγνώστη από το κοσμοπολίτικο Λονδίνο στο Πολύβουο λιμάνι της Μασσαλίας κι από την όμορφη πρωτεύουσα του Βελγίου στο χιονισμένο Βερολίνο.
Φιλία, έρωτας, πάθος, προδοσία και μοναξιά εναλλάσσονται με γρήγορους ρυθμούς καθώς οι κεντρικοί χαρακτήρες προσπαθούν να ανακαλύψουν τους εαυτούς τους και να δοκιμάσουν τα όριά τους. Είναι όμως αυτό που ζουν η ζωή που ονειρεύτηκαν ή το πικρό της υποκατάστατο;».
Ένα αναζωπυρωμένο ενδιαφέρον μου για τη κλασική μουσική (ή μάλλον την έντεχνη, όπως με διορθώνει ο Διονύσης Πλατανιάς, πρόσφατος, αγαπητότατος και πολυτιμότατος φίλος στο facebook, μια πλούσια μουσική βιβλιοθήκη και ένα υπέροχο blog γεμάτο ποίηση), με βοήθησε να θυμηθώ την περιγραφή που κάνει για τη ρομαντική μουσική ο Sidney Filnkestein, που το βιβλίο του «Εισαγωγή στο νόημα της μουσικής» το χρησιμοποιούσα για χρόνια σαν ευαγγέλιο. Ο ρομαντικός συνθέτης διαφέρει από τον κλασικό στο ότι στερείται το δυναμισμό του δεύτερου. Εκεί που περιμένουμε στη σύνθεση του ρομαντικού την κλασική κορύφωση βλέπουμε ένα πέσιμο, ένα ξεθύμασμα, που εκφράζει μια αίσθηση αδυναμίας, αδυναμίας κοινωνικής παρέμβασης. Ο ρομαντικός, όπως και ο λυρικός της αρχαίας εποχής, αστός μέχρι το μεδούλι, δεν έχει τη δύναμη του αριστοκράτη ή του πλουτοκράτη, δεν μπορεί να ελπίζει σε κατορθώματα ή σε αποφασιστική κοινωνική παρέμβαση. Αφού λοιπόν δεν έχει κατορθώματα να εξυμνήσει, τι θα τραγουδήσει; Μα τα αισθήματά του, τα οποία είναι εντονότατα όσο ποτέ, καθώς υποδαυλίζονται από κάθε είδους ματαιώσεις, σαν τον ματαιωμένο έρωτα που γίνεται πυρκαγιά, όπως μας τον περιγράφει, ανάμεσα σε άλλους πιο χαρακτηριστικά, ο Μάρκες.
Ο σύγχρονος αστός, αδύναμος ακόμη και μέσα στη δημοκρατία σε αντίθεση με τον Αθηναίο πολίτη, δεν έχει την αυτοπεποίθηση και την αποφασιστικότητά του. Η προδομένη Μήδεια θα σφάξει τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον άπιστο εραστή. Η σύγχρονη παραιτημένη γυναίκα θα το ρίξει στα ψυχοφάρμακα, ονειρευόμενη μια επανασύνδεση που δεν θα συμβεί ποτέ. Ούτε καν βιτριόλι δεν θα του ρίξει στο πρόσωπο.
Αυτό εξηγεί εν μέρει την ανυπαρξία «πράξεως σπουδαίας και τελείας» στη μυθοπλασία των σύγχρονων μυθιστοριογράφων. Ενώ οι πεζογράφοι ρομαντικοί του 19ου αιώνα ονειρεύονταν τις σπουδαίες πράξεις που δεν μπορούσαν να κάνουν οι ίδιοι στην πραγματικότητα, γι αυτό και τόσο σπουδαίες που μοιάζουν ελάχιστα δυνατές, οι ρεαλιστές τις εγκαταλείπουν εστιάζοντας στην πεζή καθημερινότητα. Την παράδοσή τους ακολουθούμε. Ποιος διαβάζει σήμερα τον Ουγκώ; Μόνο ο Σταντάλ σώθηκε, γιατί ο ρομαντισμός του είχε μπολιαστεί με γερές δόσεις ρεαλισμού. Ο Φλωμπέρ και ο Τολστόι τολμούν μιαν αυτοκτονία, όμως στη σύγχρονη πεζογραφία πόσα πτώματα θα βρείτε; Και αυτά έχουν πάει από φυσικό θάνατο.
Η περιγραφή των καθημερινών ματαιώσεων στη σύγχρονη πεζογραφία μοιάζει με υπαρξιακό ξόρκι, σαν μια ομοιοπαθητική θεραπεία. Αυτές τις ματαιώσεις περιγράφει η Εύα στο βιβλίο της. Μιλάει για τη φιλία, αλλά εστιάζει στην προδοσία της φιλίας (ο φίλος κλέβει τη φιλενάδα του φίλου). Μιλάει για τον έρωτα, που όμως βρίσκεται μονόπλευρα.
Η Αρετούσα προτιμά να μείνει στη φυλακή, χρόνια ολόκληρα, παρά να προδώσει τον αγαπημένο της, και ο Ερωτόκριτος ρισκάρει τη ζωή του για την γυναίκα που αγαπά.
Αυτό παλιά. Σήμερα ο έρωτας είναι μικρής διάρκειας. Ο ένας γρήγορα βαριέται και φεύγει, ρίχνοντας τον άλλο στην άβυσσο της απελπισίας. Τα καψούρικα λαϊκά τραγούδια εκφράζουν αυτή την κατάσταση σε καθημερινή βάση. Η λογοτεχνία το κάνει πιο κομψά.
Η Στάμου έχει μια καταπληκτική ικανότητα να διεισδύει στον πυρήνα καθημερινών επεισοδίων, να συλλαμβάνει και τις πιο λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις, κάτι που φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στις αναρτήσεις στο blog της. Στις αφηγήσεις της υπάρχει πάντα μια σχεδόν άμεση σύνδεση ερεθίσματος και αντίδρασης. Συμβαίνει κάτι, ακόμη και ασήμαντο, στο περιβάλλον του προσώπου; Η Στάμου θα ανιχνεύσει και τον παραμικρό συναισθηματικό αντίκτυπο πάνω του. Είναι φοβερά δεξιοτέχνης σ’ αυτό.
Το μυθιστόρημα τελειώνει αισιόδοξα. Ένας άνδρας τα φτιάχνει με μια γυναίκα. Όμως δεν έχουμε τον μεγάλο έρωτα. Συναινούν στη σχέση με επιφύλαξη. Γιατί τη σχέση αυτή τη βλέπουν – χωρίς αυτό να δηλώνεται ρητά – σαν μια διέξοδο από την μοναξιά. Η Αντέλ, στο τελευταίο κεφάλαιο των τεσσάρων σελίδων, θα καλέσει τον Αντρέα να συγκατοικήσουν (αυτόν που έφαγε τη φιλενάδα του φίλου του, η οποία όμως μετά τον παράτησε). Αυτός θα δεχθεί. Και θα κάνει ένα βήμα πιο πέρα: «Θέλω να ζήσω μαζί σου μα όχι σαν συγκάτοικός σου, σαν σύντροφός σου».
Δεν πρόκειται για την τρελή ένωση, απότοκη ενός τρελού έρωτα: «γνωρίζουμε ελάχιστα ο ένας τον άλλο. Δεν έχουμε ιδέα αν ταιριάζουμε πραγματικά, αν μπορούμε να αντέξουμε ο ένας την παρουσία του άλλου», λέει η Αντέλ.
«-Φοβάσαι Αντέλ;
-Φοβάμαι.
-Κι εγώ φοβάμαι αλλά σε θέλω.
-Κι εγώ
-Τι εσύ;
-Φοβάμαι αλλά σε θέλω.
-Με θέλεις για σύντροφό σου;
-Θέλω να είμαι μαζί σου, θέλω να δοκιμάσουμε…κι ό, τι γίνει.
Τα λόγια της τον έκαναν να παγώσει για μία μόνο στιγμή, όσο χρειάστηκε για να συνειδητοποιήσει ότι η ζωή του επρόκειτο ν’ αλλάξει ακόμα μία φορά, με τρόπο που ούτε μπορούσε, ούτε ήθελε να ελέγξει».
Αυτός ο φόβος και αυτός ο δισταγμός εκφράζουν πολύ χαρακτηριστικά, μπαίνω στον πειρασμό να πω, την αδυναμία του μικροαστού. Αυτό τον φόβο καταγγέλλει η Στάμου με τον μεταφορικό τίτλο του βιβλίου της: Ντεκαφεϊνέ. Η καφεΐνη διεγείρει τα νεύρα, παρασύρει σε πράξεις. Ο καφές χωρίς καφεΐνη προστατεύει από την υπερδιέγερση. Ζούμε στην αδράνεια, χωρίς καμιά διάθεση για μεγάλα ρίσκα. Την κατάσταση αυτή περιγράφει η Στάμου στο θαυμάσιο αυτό βιβλίο.

Μπάμπης Δερμιτζάκης, 5-7-2008

Sunday, July 6, 2008

Ελένη Γκίκα, Υγρός Χρόνος, Άγκυρα 2008

Ελένη Γκίκα, Υγρός Χρόνος, Άγκυρα 2008.

Με τον «Υγρό Χρόνο» η Ελένη Γκίκα κλίνει την τριλογία που προανήγγειλε στα δυο προηγούμενα έργα της, το «Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς» και το «Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω», βιβλία που έχουμε παρουσιάσει.
Χθες βράδυ στην Άγκυρα έγινε η παρουσίαση του βιβλίου, μαζί με το Maybe του Χρήστου Παπαμιχάλη. Μαζί και εδώ, όπως και στο blog, Alef και Moha. Ο Nuwanda συντόνιζε, η Ντανιέλα διάβασε αποσπάσματα, η Eva stamou μίλησε για τα βιβλία, καθώς βέβαια και οι συγγραφείς. Η κουβεντούλα που ξεκίνησε ανάμεσά τους επεκτάθηκε και στο κοινό.
Ειπώθηκε ότι η Γκίκα παραμένει η ίδια, όπως και στα προηγούμενα έργα της. Ο αντίλογος ήταν ότι όλοι οι συγγραφείς επαναλαμβάνονται. Το έργο τους δεν είναι παρά ένα θέμα με παραλλαγές. Ως αναγνώστης και ως βιβλιοκριτικός μπορώ να επιβεβαιώσω, διαψεύδοντας τον Χάρολντ Μπλουμ, που μιλάει για την αγωνία της επίδρασης. Εδώ δεν υπάρχει καν αγωνία της επανάληψης, πού να υπάρξει η αγωνία της επίδρασης! Ελάχιστοι είναι οι συγγραφείς που ξεφεύγουν, υφολογικά κυρίως, σε πειραματικές αναζητήσεις που συνήθως δεν επαναλαμβάνουν, όπως ο Μάρκες στο «Φθινόπωρο ενός Πατριάρχη», ένα ασθματικό μονόλογο ενός δικτάτορα που δεν λέει να βάλει τελεία.
Η Γκίκα όμως προλαβαίνει την ένσταση και απαντάει μέσα στο βιβλίο:
«Η λογοτεχνία αποτελείται τελικά από έμμονες ιδέες, όπως η θάλασσα από αλμυρό νερό. Και ο καθένας ξέρει ν’ απαντήσει εύκολα μόνο σ’ ένα αίνιγμα, μόνο σ’ ένα γρίφο» (σελ. 83).
Αλλά αν ο συγγραφέας δεν έχει την αγωνία της επανάληψης, ο βιβλιοκριτικός την έχει. Και για να μην κατηγορηθώ ότι επαναλαμβάνω τον εαυτό μου, θα πρωτοτυπήσω κάνοντας νομότυπα copy and paste την παράγραφο όπου αναφέρομαι στο ύφος της Γκίκα, στην προηγούμενη βιβλιοπαρουσίασή μου στο δεύτερο μυθιστόρημα της τριλογίας, το «Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω».
«Τα κείμενά της έχουν το χαρακτήρα του εσωτερικού μονόλογου, με την αποσπασματικότητα και την ελλειπτικότητα που χαρακτηρίζουν τη σκέψη. Με την πυκνότητα του αποφθέγματος και την κρυπτικότητα της σύγχρονης ποίησης, διαθέτουν ελάχιστη «περισσότητα», για να χρησιμοποιήσουμε ένα όρο της σημειωτικής. Δεν γίνεται να υπερπηδήσεις τίποτα, δεν γίνεται να παραλείψεις τίποτα, το μήνυμα αλλοιώνεται, αφού σχεδόν κάθε πρόταση είναι και ένα αυτόνομο μήνυμα. Είναι χαρακτηριστικό το μικρό μέγεθος των περιόδων, όπου συχνά μια και μόνη πρόταση αυτονομείται σε περίοδο».
Τώρα το θυμήθηκα, διαβάζοντας το βιβλίο έγραψα μια παράγραφο για το ύφος, για να την κολλήσω στη βιβλιοπαρουσίαση που θα έγραφα. Και κολλάει γάντι στην παρατήρηση που έκαναν χθες σχεδόν όλοι οι ομιλήσαντες, ότι η Ελένη δεν είναι εύκολη συγγραφέας, ότι μόνο με πολύ μεγάλη προσοχή μπορεί να διαβαστεί.
«Υπάρχουν πολλά μικρά αφηγηματικά κενά που απαιτούν ανάγνωση απερίσπαστη, με τεντωμένες τις κεραίες, και που ο αναγνώστης θα ευχόταν να ήταν λιγότερα. Όμως τότε θα είχε να κάνει με άλλο βιβλίο. Γιατί το ύφος είναι το βιβλίο, και αυτό είναι το ύφος της Γκίκα».
Το ύφος τελικά είναι η ταυτότητα, και ένας συγγραφέας, ως προς το ύφος τουλάχιστον, δεν μπορεί παρά να επαναλαμβάνεται.
Μπορεί ένας συγγραφέας να επαναλαμβάνεται, όμως δεν σημαίνει ότι κάθε επόμενο έργο του έχει βγει με καρμπόν από το προηγούμενο. Επινοεί βελτιώσεις,
προσθέτει καινούρια πράγματα. Γράφω στο προηγούμενο σημείωμα ότι η Γκίκα χρησιμοποιεί την πλοκή προσχηματικά. Αλλά ακόμη και μια προσχηματική πλοκή μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο συναρπαστική. Εδώ, παρά την προσχηματικότητα της πλοκής, η Ελένη βρήκε τον τρόπο να την κάνει πιο ελκυστική. Η αφήγηση ξεκινάει με δυο σασπένς, που αναφέρονται στο ίδιο ζήτημα. Υπάρχει ένας νεκρός. Το πρώτο σασπένς είναι «σαπένς του ποιος». Είναι όντως ο νεκρός ο Άγγελος, ή είναι κάποιος άλλος, όπως διατείνεται η γυναίκα του; Το δεύτερο είναι «σασπένς του πώς». Πώς πέθανε ο νεκρός; Ατύχημα, δολοφονία ή αυτοκτονία;
Και, τώρα που το σκέφτομαι, οι αναγνωστικές προσδοκίες δημιουργούν σασπένς για τις οποίες ο συγγραφέας είναι ανύποπτος, και γι αυτό δεν λύνονται. Ένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι ο Easy Rider. Το προσωπικό σασπένς ήταν αν έχουμε την ίδια μηχανή. Εγώ έχω μια τετρακοσάρα χόντα steed. Αυτός; Δεν μας λέει η Ελένη. Αλλά ας μη το χαρακτηρίσουμε κι αυτό αφηγηματικό κενό.
Στο βιβλίο εμφανίζονται πρόσωπα από το προηγούμενο μυθιστόρημά της, όπως η Λόλα Λαμπίρη και η Πέτρα φον Πιέτρη. Δεν είναι πρωτοτυπία της Γκίκα, το έχουν κάνει και άλλοι συγγραφείς, νομίζω ο Ξανθούλης στα πρώτα έργα του, και ο Ερνέστο Σάμπατο, ελάχιστοι πάντως. Α, ναι, θυμήθηκα, και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς.
Μπορεί ένας συγγραφέας να επαναλαμβάνεται, όμως αυτό δεν εμποδίζει να είναι υφολογικά ή αφηγηματικά πρωτότυπος σε σχέση με τους άλλους συγγραφείς. Και η Ελένη έχει μια αφηγηματική πρωτοτυπία που αποζημιώνει για το δύσκολο ύφος της. Δημιουργεί μια retardation, επιβράδυνση, η οποία χρησιμοποιείται συνήθως για αύξηση του σασπένς, που όμως εδώ δεν μπορεί να λειτουργήσει μ’ αυτό τον τρόπο, παρά το σασπένς που ενυπάρχει, καθώς η πλοκή είναι προσχηματική,. Η επιβράδυνση αυτή δημιουργείται με την παρεμβολή σχολίων πάνω σε βιβλία και συγγραφείς. Έτσι το μυθιστόρημα αυτό της Γκίκα αποκτά και μια εγκυκλοπαιδική διάσταση. Οι αγαπημένοι συγγραφείς που σχολιάζει με την περσόνα της Σαβίνας Στεργίου είναι, ανάμεσα στους άλλους, η Σύλβια Πλαθ, ο Αρτούρ Ρεμπώ, ο Ίρβιν Γιάλομ, και φυσικά ο Μπόρχες. Δεν απουσιάζουν και οι Έλληνες, όπως ο Δημήτρης Καρύδας και ο Δημήτρης Μίγγας.
Στο έργο υπάρχουν επίσης στίχοι, όπως και στα προηγούμενα, μόνο που λιγοστεύουν, όπως λιγοστεύουν τα χορικά στον Ευριπίδη. Οι ιδέες μένουν αισθηματικά γυμνές, για να γίνουν πιο ευκρινείς. Ίσως κάποιο επόμενο έργο της να είναι καθαρό δοκίμιο. Τη στροφή αυτή την έχει κάνει άλλωστε η φίλη της η Μάρω Βαμβουνάκη.
Στο προηγούμενο έργο της επισημάναμε το εφέ της επανάληψης. Εδώ απουσιάζει. Υπάρχει όμως ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εφέ, εφέ απαρίθμησης, που εκτείνεται σε κοντά τρεις σελίδες. Είναι διάφορες απαντήσεις στο ερώτημα: Γιατί γράφουμε;
Επιλέγω αυτές που με εκφράζουν.
«Για να καταγράψω το παρελθόν προτού λησμονηθεί… Για να πω κάτι καινούριο… Για να ψυχαγωγήσω και να ευχαριστήσω τον εαυτό μου… Για να καταγράψω τις διάφορες περιόδους που έζησα…» (σελ. 143-145).
Υπάρχει και το «Για να γοητεύσω μια ωραία γυναίκα».
Αυτό εγώ το έκανα με τις ξένες γλώσσες, πριν γράψω το πρώτο μου βιβλίο. Κάθε βδομάδα ξεπέταγα και από μια ξένη γλώσσα, σε επίπεδο «άνευ διδασκάλου» φυσικά. Για να γοητεύσω μια ωραία γυναίκα.
Δεν τα κατάφερα. Έτσι τις παράτησα απογοητευμένος.
Υπάρχει και ένα ανέκδοτο, που θα μπορούσε να το ενσωματώσει η Ελένη σε μια μεταγενέστερη έκδοση.
Το είπε ένας αμερικανός συγγραφέας.
Ο συγγραφέας είναι σαν την πόρνη.
Στην αρχή γράφει γιατί του αρέσει.
Μετά για να ικανοποιήσει τους φίλους του.
Στο τέλος γράφει για τα λεφτά.
Υπάρχει πιο εντυπωσιακό εφέ τέλους από ένα ανέκδοτο; Ας σταματήσουμε εδώ.

Μπάμπης Δερμιτζάκης, 3-7-2008