Σαν εισαγωγή
Στο Λέξημα γράφω βιβλιοκριτικές. Αυτές πρέπει να ανταποκρίνονται σε κάποια στάνταρντ. Ένα από αυτά είναι η έκταση. Συχνά όμως διαβάζω βιβλία για τα οποία θα ήθελα να γράψω δυο λογάκια, όχι όμως στην έκταση μιας βιβλιοκριτικής, και με το φροντισμένο ύφος της. Ακόμη, οι βιβλιοκριτικές μου πρέπει να περιμένουν τη σειρά τους. Έτσι, σχολιάζοντας το θέμα στη συντακτική ομάδα πρότεινα να γράφω δυο πραγματάκια στο blog του Λέξημα για τα βιβλία που διάβασα πρόσφατα και για τα οποία δεν σκοπεύω, ή καλύτερα δεν έχω διάθεση, να γράψω βιβλιοκριτική. Η πρόταση έγινε αποδεκτή, και ξεκινάω. Έχω να γράψω για κάμποσα βιβλία, τα περισσότερα από τη βιβλιοθήκη του «Βήματος» (χαρτόδετα, μόνο με πέντε ευρώ, από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας). Θα αρχίσω από το πιο πρόσφατο, που το τέλειωσα μόλις χθες. Είναι το «Σκέψεις, σκέψεις…» (αγγλικός τίτλος Thinks) του David Lodge, όχι από τη βιβλιοθήκη του Βήματος αλλά από τη σειρά «Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη» των εκδόσεων Bell, 2001. (Ναι, το αγόρασα πριν κάποια χρόνια, και τώρα αξιώθηκα να το διαβάσω).
O David Logde γεννήθηκε το 1935, και τώρα είναι επίτιμος καθηγητής (δηλαδή συνταξιούχος). Δίδαξε επί χρόνια Λογοτεχνία. Έχει γράψει πολλά έργα θεωρίας της Λογοτεχνίας. Τρία από αυτά το χρησιμοποίησα στο διδακτορικό μου. (The art of Fiction, London 1992, Penguin. The modes of modern writing, London 1977, Edward Arnold. The language of Fiction, London 1966, Routledge and Kegan. Κάνω copy and paste από τη βιβλιογραφία του διδακτορικού μου).
Επίσης έχει γράψει έντεκα μυθιστορήματα μέχρι το «Thinks». Το πρώτο που διάβασα ήταν το «Small world», («Μικρός είναι ο κόσμος» στα ελληνικά), και με ενθουσίασε τόσο που έγραψα μια βιβλιοκριτική που δημοσιεύτηκε στο «Διαβάζω». Ο έξυπνος τρόπος γραφής και το χιούμορ είναι αρετές που πάντα μου άρεσαν σε ένα βιβλίο. Έτσι διάβασα και όλα όσα έχουν κυκλοφορήσει μέχρι τώρα στα ελληνικά.
Τα μυθιστορήματά του κατατάσσονται στο είδος «πανεπιστημιακό μυθιστόρημα». Κι αυτό γιατί οι ήρωές του, οι περισσότεροι τουλάχιστον, είναι πανεπιστημιακοί, και σ’ αυτά περιγράφεται η ζωή και η ατμόσφαιρα στα πανεπιστήμια. Τα περιστατικά που αναφέρει, κάποιος άλλος θα τα είχε πραγματευθεί με σαρκασμό, αυτός όμως τα πραγματεύεται με καλοπροαίρετο χιούμορ. Τα ξενοπηδήματα, οι επαγγελματικές αντιζηλίες και οι διάφορες ίντριγκες συνιστούν το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής.
Να γράψουμε λοιπόν δυο λογάκια για το «Σκέψεις, σκέψεις…»
Η πλοκή αναφέρεται στις εξωσυζυγικές σχέσεις του Μέσσεντζερ και της γυναίκας του, της Κάρι. Οι δυο κύριοι ήρωες οι οποίοι σηκώνουν το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης είναι ο Μέσσεντζερ και η Έλεν, μια συγγραφέας που πρόσφατα σκοτώθηκε ο άντρας της και διδάσκει ως επισκέπτρια καθηγήτρια δημιουργική γραφή. Και τι σύμπτωση!!! Διαβάζοντας το μυθιστόρημα μιας από τις μαθήτριές της ανακαλύπτει ότι η μαθήτρια αυτή είχε πηδηχτεί με τον άντρα της. Στην αρχή εξοργίζεται, μετά όμως συμβιβάζεται με τη σκέψη.
Ο Μέσσεντζερ κάποια στιγμή μαθαίνει ότι πιθανόν να έχει καρκίνο στο συκώτι. Η λίμπιντό του καταρρέει. Μετά από κάποιες μέρες αγωνίας μαθαίνει ότι ευτυχώς επρόκειτο για μια απλή κύστη.
Δεν τελειώνουν όμως όλα με happy end. Ένα από τα πρόσωπα του έργου που θεωρείται ύποπτο για διακίνηση παιδικής πορνογραφίας, μπροστά στο σκάνδαλο και τον ατιμασμό προτιμά να αυτοκτονήσει. Τελικά αποδεικνύεται υπερβολική η ευαισθησία του, αφού το πορνογραφικό υλικό που βρίσκεται στο κομπιούτερ του δεν είναι παρά φωτογραφίες μικρών κοριτσιών, όχι όμως σε σεξουαλική πράξη.
Πάνω σε τέτοιου είδους επεισόδια περιστρέφεται η πλοκή, που με το σασπένς που ενυπάρχει σε κάθε πλοκή κρατάει την προσοχή του αναγνώστη, ώστε να μη βαρεθεί τα δοκιμιακά κομμάτια του έργου, συζητήσεις κυρίως των ηρώων του, πάνω στην τεχνητή νοημοσύνη. Αποτελούσε το θεωρητικό ενδιαφέρον του Lodge εκείνη την εποχή, και διάβασε ένα σωρό σχετικά βιβλία, τα οποία παραθέτει επιλογικά στις «Ευχαριστίες».
Το πιο ενδιαφέρον για μένα στο μυθιστόρημα αυτό είναι η αφηγηματική του τεχνική. Ενώ το κλασικό ρεαλιστικό μυθιστόρημα επιλέγει συνήθως μια αφήγηση, είτε την πρωτοπρόσωπη είτε την τριτοπρόσωπη, τα σύγχρονα μυθιστορήματα καταφεύγουν σε πιο σύνθετες αφηγηματικές τεχνικές, με πολλούς αφηγητές, πολλά είδη γραφής, με κάθε είδος να διαθέτει τις στυλιστικές του ιδιαιτερότητες. Αυτή την τεχνική, σε τόσο ευρεία έκταση, την συνάντησα για πρώτη φορά στον John dos Passos (1996-1970). Ανάλογο στην ποίηση, και στα καθ’ ημάς, είναι το «Άξιον εστί» του Ελύτη.
Έτσι λοιπόν, στο έργο αυτό του Lodge συναντάμε την «ροή συνείδησης» (stream of consciousness), αλλά με ένα ρεαλιστικά πρωτότυπο τρόπο ελεύθερου συνειρμού. Ο Μέσσεντζερ, για να μελετήσει τη συνείδηση, καταγράφει αυθόρμητα τις σκέψεις που του έρχονται σε ένα μαγνητοφωνάκι, με σκοπό να τις απομαγνητοφωνήσει και να τις μελετήσει αργότερα. Βέβαια ο χαρακτήρας αυτός του ελεύθερου συνειρμού χάνεται στα τελευταία αποσπάσματα, όπου οι σκέψεις του ήρωα έχουν μεγαλύτερη συνοχή και σχετίζονται πιο άμεσα με την πλοκή. Όμως στην αρχή αυτοί οι συνειρμοί είναι αρκετά ελεύθεροι ώστε να αναφέρεται και στα ξενοπηδήματά του.
Η Έλεν αντίθετα χρησιμοποιεί ημερολόγιο. Ο Μέσσεντζερ δεν θα τολμούσε ποτέ να είναι τόσο αποκαλυπτικός σε ημερολόγιο. Το ημερολόγιο διατρέχει πάντοτε τον κίνδυνο να διαβαστεί από κάποιον που δεν πρέπει. Και ο Lodge αξιοποιεί το ενδεχόμενο αυτό για να προωθήσει την πλοκή: Ο Μέσσεντζερ, περιμένοντας την Έλεν, δεν αντιστέκεται στον πειρασμό και του ρίχνει μια ματιά (βρίσκεται σε αρχεία του υπολογιστή της). Έτσι θα μάθει ότι η γυναίκα του τον απατά. Σοκάρεται, αλλά μετά σκέπτεται ότι τελικά η περίπτωση είναι «μια σου και μια μου», και το αντιμετωπίζει πιο στωικά. Δεν θα χωρίσει. Και ο Λοτζ, επειδή δεν θέλει να αφήσει ούτε την Έλεν μόνη, στο «Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» μας λέει, στην τελευταία παράγραφο, ότι και η Έλεν βρήκε το σύντροφό της, ένα συγγραφέα λογοτεχνικών βιογραφιών.
Με τις φωνές των δύο ηρώων εναλλάσσεται και η κλασική τριτοπρόσωπη αφήγηση, όπου ο συγγραφέας μας δίνει πληροφορίες που δεν θα μπορούσαν ίσως να μας δώσουν οι ήρωες. Υπάρχει ακόμη και η ομιλία της Έλεν για το πώς βλέπει την τεχνητή νοημοσύνη μια μυθιστοριογράφος, καταληκτήρια στο σχετικό συνέδριο. Όμως η πιο μεγάλη υφολογική πρωτοτυπία είναι η παράθεση, σε δυο σημεία του βιβλίου, ανταλλαγής email, με τον χαρακτηριστικό λογότυπο, τον αφρόντιστο τρόπο γραφής και τα ορθογραφικά λάθη που χαρακτηρίζουν τα email.
Είπα πολλά, γιατί το βιβλίο το διάβασα πρόσφατα. Για τα υπόλοιπα βιβλία, που τα διάβασα το καλοκαίρι εν είδει βιβλιοθεραπείας, θα γράψω λιγότερα. Όμως για να μη φορτώσω αυτό το κείμενο τα αφήνω για άλλη φορά.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Αθήνα 6-10-07,