Αλόιζ Λόρεντς, Υπουργείο του τρόμου
Αλόιζ Λόρεντς, Υπουργείο του τρόμου, μετ. Μανώλης Σταυρακάκης, εκδόσεις Τόπος, 2008, σελ. 365
Ο Αλόιζ Λόρεντς υπήρξε ανώτατο στέλεχος στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Τσεχοσλοβακίας, στρατηγός, υπεύθυνος σε ζητήματα ασφάλειας, κατασκοπίας και αντικατασκοπείας. Μετά την ανατροπή του καθεστώτος το 1989, έγινε ένας από τους αποδιοπομπαίους τράγους για να ικανοποιηθεί το λαϊκό αίσθημα, και πέρασε αρκετούς μήνες στη φυλακή με διάφορες κατηγορίες. Εκεί έγραψε το παρόν βιβλίο που μετέφρασε ο Μανώλης Σταυρακάκης.
Ο Σταυρακάκης είναι αστυνομικός συντάκτης. Με σπουδές στην δημοσιογραφία στην Μπρατισλάβα, είναι πολύ καλός γνώστης των πολιτικών πραγμάτων και των εξελίξεων που συνέβησαν στην Τσεχοσλοβακία κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Και δεν περιορίστηκε απλώς να μεταφράσει το βιβλίο, αλλά έγραψε και μια εκτενέστατη, εν πολλοίς αυτοβιογραφική, εισαγωγή, 45 σελίδων, και επίσης πρόσθεσε παραρτήματα και σημειώσεις, απαραίτητες για τον Έλληνα αναγνώστη που δεν είναι γνώστης της Τσεχοσλοβάκικης πραγματικότητας. Ο Φώτης Κουβέλης γράφει επίσης ένα σύντομο σημείωμα «Αντί προλόγου».
Τα κορυφαία γεγονότα στην νεότερη ιστορία της Τσεχοσλοβακίας (που τώρα πια έχει χωρισθεί σε δυο ανεξάρτητα κράτη, την Τσεχία και την Σλοβακία), είναι η Άνοιξη της Πράγας, που έχει και μια περίπου κυριολεκτική σημασία καθώς συντελέστηκε στο μεγαλύτερο μέρος της την άνοιξη του 1968 για να λήξει με την εισβολή των τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας στις 20 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, και η ανατροπή του καθεστώτος το 1989. Σε αυτά τα δυο γεγονότα εστιάζει ο Λόρεντς.
Το βιβλίο γράφηκε στη φυλακή. Η φυλακή είναι ένας τόπος που προσφέρεται ιδιαίτερα για διάβασμα και για γράψιμο. Οι φυλακές και οι τόποι εξορίας υπήρξαν τα σχολεία των δικών μας αριστερών, μετά τα αιματηρά γεγονότα που ακολούθησαν την απελευθέρωση. Όπως γράφει ο ίδιος ο Λόρεντς, ο Thomas Paine έγραψε το βιβλίο του Η ηλικία της Λογικής στη φυλακή. Και το αριστούργημα του Όσκαρ Ουάιλντ, De profundis, στη φυλακή γράφηκε.
Το βιβλίο του Λόρεντς αποπνέει μια αίσθηση ειλικρίνειας. Αισθάνεται ο αναγνώστης ότι δεν ψεύδεται, ότι αφηγείται τα γεγονότα με πιστότητα. Και σχηματίζει το πορτραίτο ενός ανθρώπου, αφενός επιστήμονα με εξαιρετικό ερευνητικό έργο στον τομέα της πληροφορικής, και αφ’ ετέρου ανώτατου στελέχους με υπευθυνότητα, που δεν καταφεύγει ποτέ σε ακρότητες, για τις οποίες όμως κατηγορήθηκε στη συνέχεια, σαν το πρόσωπο το πιο πρόσφορο που θα μπορούσε να φορτωθεί τις αμαρτίες του καθεστώτος.
Η αφήγησή του χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και λακωνικότητα, και με την αμεσότητα του προφορικού λόγου. Αποδέκτης είναι ο Τσέχος και ο Σλοβάκος αναγνώστης που γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα και με πιο λεπτομέρειες το πολιτικό background, και γι αυτό οι σημειώσεις του Σταυρακάκη είναι άκρως υποβοηθητικές για τον Έλληνα αναγνώστη, ο οποίος θα ήθελε να ξέρει κάτι παραπάνω για πρόσωπα που απλώς αναφέρονται ονομαστικά, και για γεγονότα στα οποία γίνεται μια απλή αναφορά.
Και ενώ το ενδιαφέρον για την Τσεχοσλοβάκικη ιστορία μπορεί να είναι περιορισμένο για τον Έλληνα αναγνώστη, θα βρει φοβερά ενδιαφέρουσες τις σελίδες που αναφέρονται στην κατασκοπία και την αντικατασκοπία, στους πράκτορες και την τεχνολογία. Διαβάζει για πράγματα που δεν τα έχει συναντήσει ούτε στα πιο συναρπαστικά κατασκοπευτικά θρίλερ. Και επί πλέον θα σχηματίσει μια κάποια εικόνα για τα προβλήματα της Τσεχοσλοβακίας, για τα γεγονότα και τις καταστάσεις που οδήγησαν στην πτώση του καθεστώτος μιας ακόμη χώρας του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Θα ήθελα να κλείσω την παρουσίαση του βιβλίου αναφέροντας πράγματα που αγνοούσα και παραθέτοντας αποσπάσματα που με εντυπωσίασαν ιδιαίτερα.
Ο Γκούσταβ Χούζακ, ο μετριοπαθής ηγέτης που αντικατέστησε τον Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ υπήρξε θύμα του σταλινισμού και πέρασε εννιά χρόνια στη φυλακή. Ανάλογη ήταν και η ιστορία του Deng Xiaoping στην Κίνα, που κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης έχασε όλα του τα αξιώματα και εργάστηκε σαν απλός εργάτης, ενώ ο γιος του έγινε παραπληγικός από τα βασανιστήρια που υπέστη από τους ερυθροφρουρούς.
Και μια εικόνα από τη φυλακή:
«Όταν οι άνθρωποι βρεθούν στη φυλακή αντιδρούν διαφορετικά. Κάποιοι σιωπούν, άλλοι βρίζουν και αφήνουν τον θυμό τους να ξεσπάσει. Κυρίως όμως συναντούσα ανθρώπους που είχαν καταρρεύσει» (σελ. 87).
Και προς το τέλος του βιβλίου γράφει ο Λόρεντς:
«Οι ελεύθεροι άνθρωποι καλωσορίζουν την ημέρα. Στη φυλακή πολλοί χαίρονται μόλις φτάσει η νύχτα. Το σύμπτωμα της παγωμένης διάθεσης εμφανίζεται το πρωί» (σελ. 318). Αυτό είναι ένα από τα συμπτώματα της κατάθλιψης, από την οποία είναι φυσικό να υποφέρουν πολλοί φυλακισμένοι.
Υπάρχουν και χιουμοριστικές νότες στο βιβλίο, όπως η παρακάτω:
«Μία άλλη φορά με επέκριναν επειδή στα ξενοδοχεία της Μπρατισλάβας ή γύρω απ’ αυτά συγκεντρώνονταν οι πόρνες ενώ η Ασφάλεια – όπως έλεγαν – κάνει ότι δεν βλέπει αυτή την κατάσταση, που μας ντροπιάζει στο εξωτερικό! Με «σοβαρό» βλέμμα τους υποσχέθηκα ότι θα διορθώσω την κατάσταση, διώχνοντας από τα ξενοδοχεία εκείνες που δεν είναι και τόσο όμορφες για να μη μας ντροπιάζουν» (σελ. 138).
Το παρακάτω με εξέπληξε πραγματικά. Ένα από τα αιτήματα θρησκευτικών αντιπολιτευόμενων οργανώσεων ήταν και ο διαχωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος. Ο λόγος; να μπορούν να δρουν ανενόχλητα, χωρίς την επέμβαση του Κράτους. Εδώ διατυπώνεται το ίδιο αίτημα, όχι όμως από θρησκευτικούς κύκλους, και έχει το νόημα να μην επεμβαίνει η Εκκλησία στα του Κράτους.
Και ένα σχόλιο του Λόρεντς:
«Η ζωή, λοιπόν, δεν απέχει πολύ από τις οργουελικές ουτοπικές περιγραφές για το 1984. Μόνο οι μορφές και οι μηχανισμοί των ενδοκρατικών και των διεθνών κριτηρίων μέτρησης μπορεί να είναι διαφορετικά» (σελ. 229).
Και ένα ωραίο αγγλικό λογοπαίγνιο: «Το history δεν είναι his story» (σελ. 323). Τελικά αυτή είναι η ιστορία, η ιστορία εκείνων που τη γράφουν.
Και το εξής αμίμητο:
Ο Χένρι Στίμσον, γραμματέας του κράτους των ΗΠΑ, «… το 1929, όταν οι ειδικοί υπάλληλοι της κρυπτοαναλυτικής υπηρεσίας του παρέδωσαν την αποκωδικοποιημένη αλληλογραφία της ιαπωνικής πρεσβείας, τρόμαξε με το θράσος των κρυπτολόγων. Αντί να τους επιβραβεύσει, όπως περίμεναν, προώθησε τη διάλυση του λεγόμενου Black Chamber, του κρυπτοαναλυτικού κέντρου των ΗΠΑ, λέγοντας: gentlemen, don’t read each other’s mail» (σελ. 99).
Γι αυτό άραγε την έπαθαν οι Αμερικανοί στο Περλ Χάρμπορ;
Σαν τίτλος και σαν θέμα το βιβλίο φαίνεται να μην ενδιαφέρει πολύ τον Έλληνα αναγνώστη. Όμως από τις πρώτες σελίδες θα τον καθηλώσει. Το συστήνουμε ανεπιφύλακτα.