Ελίας Κανέτι, Το παιχνίδι των ματιών
Ελίας Κανέτι, Το παιχνίδι των ματιών, μετ. Αλεξάνδρα Παύλου, Καστανιώτης 2006
Όταν πήρα το βιβλίο να το παρουσιάσω σαν Λέξημα νόμιζα ότι ήταν μυθιστόρημα, δεν φαντάστηκα ότι ήταν αυτοβιογραφία, και μάλιστα ο τρίτος τόμος. Και καθώς η αυτοβιογραφία και γενικά η βιογραφία είναι ένα είδος που μου αρέσει ιδιαίτερα ξεκίνησα την ανάγνωσή του γεμάτος ενθουσιασμό.
Από τις βιογραφίες αντλώ μαθήματα ζωής. Η βιογραφία που μου άρεσε περισσότερο ήταν αυτή του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν. Στην αυτοβιογραφία αυτή του Κανέτι βρήκα ένα συμπληρωματικό στοιχείο για τον Βιτγκενστάιν που αγνοούσα, ή εν πάση περιπτώσει δεν είχα συγκρατήσει στη μνήμη μου: δώρισε όλη την περιουσία που κληρονόμησε από τον πατέρα του για αγαθοεργούς σκοπούς (σελ. 168).
Όμως ας περάσουμε στο βιβλίο.
Γράφει ο Κανέτι: «Θέλω να αναφέρω μερικούς ανθρώπους που πήγαιναν στο ατελιέ της (Άννας Μάλερ) και μ’ αυτούς να δημιουργήσω τώρα κάτι σαν δική μου γκαλερί» (σελ. 180).
Τελικά ο αυτοβιογραφικός αυτός τόμος στο μεγαλύτερο μέρος του δεν είναι παρά μια γκαλερί, μια γκαλερί με προσωπογραφίες, όχι μόνο εκείνων που σύχναζαν στην γκαλερί της Άννας Μάλερ αλλά και αρκετών άλλων. Ο Κανέτι τελικά είναι ένας δεξιοτέχνης της προσωπογραφίας. Τόσο εικαστικά, αλλά κυρίως ψυχογραφικά, είναι αναλυτικότατος, κυρίως στις διασημότητες, και απολαυστικότατος στη γελοιογραφική απεικόνιση προσώπων που αντιπαθεί.
Οι παρομοιώσεις που χρησιμοποιεί για τις προσωπογραφήσεις του προέρχονται συχνά από το ζωικό βασίλειο, και μάλιστα το βασίλειο των πτηνών: «βατραχίσιο μάτι», «στόμα κυπρίνου» (σελ. 70), «κεφάλι πουλιού» (σελ. 320), «κατσικίσια φωνή» (σελ.354) κ.ά., όχι υποχρεωτικά με τις γελοιογραφικές συνδηλώσεις τους αλλά για την ακρίβεια της περιγραφής.
Πέρα όμως από τη δεξιοτεχνία στην προσωπογράφηση, τα ίδια τα πρόσωπα που προσωπογραφεί έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί στην πλειονότητά τους πρόκειται για διασημότητες, είτε στον τομέα της λογοτεχνίας είτε στον τομέα της τέχνης. Στους ιδιαίτερα διακεκριμένους αναφέρεται σε ξεχωριστά κεφάλαια όπως «Μούζιλ», «Ο Τζόις χωρίς καθρέφτη», «Άλμπαν Μπεργκ» και «Γράμμα από τον Τόμας Μανν». Τους μη ξεχωριστούς τους εντάσσει σε άλλα κεφάλαια. Στο «Πρόσκληση στους Μπένεντικτ» κάνει κυριολεκτικά σκουπίδι τον Έμιλ Λούντβιχ.
Μπορεί τα όσα καταμαρτυρεί στην Άλμα Μάλερ, τη γυναίκα του μεγάλου μουσικού, να είναι αλήθεια, όμως έχουμε κάθε λόγο να αμφιβάλουμε ότι η θλίψη της για το θάνατο της κόρης της ήταν ψεύτικη, όπως την παρουσιάζει σε ένα απολαυστικό απόσπασμα:
«Εγώ πρόσεξα ότι ακόμα και τα δάκρυά της είχαν ασυνήθιστο σχήμα. Δεν ήταν πάρα πολλά, όμως ήξερε εκείνη να κλαίει έτσι ώστε τα δάκρυα να ενώνονται δημιουργώντας υπερμεγέθη σχήματα, δάκρυα που όμοιά τους δεν είχα δει ποτέ μου, ίδια με τεράστια μαργαριτάρια, πολύτιμα στολίδια-δεν μπορούσες να τα κοιτάξεις δίχως να ξεσπάσεις σε ηχηρό θαυμασμό για τόση υπέρμετρη μητρική αγάπη…. Με φουσκωμένα δάκρυα, εξαιρετικά δείγματα, που τέτοια δεν φιλοτέχνησε ποτέ κανένας ζωγράφος. Με κάθε λέξη του φίλου της, ο οποίος εκφωνούσε τον επικήδειο λόγο, φούσκωναν αυτά όλο και περισσότερο και κατέληγαν να κρέμονται σαν σταφύλια από τα χοντρά της μάγουλα. Έτσι ήθελε η ίδια να τη δουν και έτσι την είδαν…» (σελ. 235-236).
Μπορεί με το εφέ υπερβολής να εικονογραφεί πιο πειστικά μια υποκριτική θλίψη, καθιστά όμως ταυτόχρονα ύποπτο το εγχείρημα.
Και βλέπουμε εδώ μια ακόμη διαφορά ανάμεσα στη λογοτεχνία του πραγματικού και του φανταστικού. Αν η παραπάνω περιγραφή ήταν από ένα μυθιστόρημα θα απολαμβάναμε την ευρηματικότητα του Κανέτι. Με το να περιγράφει όμως μια πραγματική σκηνή, μας δημιουργείται η υποψία της προκατάληψης.
Και δεν τον φτάνει η δύστυχη η Άλμα Μάλερ, περιλαμβάνει και τη «Μάρθα, τη χήρα του Γιάκομπ Βάσερμαν», που μετά την κηδεία βρίσκει την ευκαιρία να κλάψει πάνω στον τάφο του άνδρα της, κατά τον Κανέτι επίσης υποκριτικά: «Η όλη σκηνή ήταν ελαφρώς πιο υπερβολική απ’ όσο έπρεπε-εάν τα χέρια έτρεμαν λιγότερο συχνά, εάν…. θα θεωρούσες αυτή τη συγκίνηση αληθινή. Όμως τη φορτικότητα τέτοιων σκηνών δεν ήθελες να την πιστέψεις…» (σελ. 237).
Όμως ο Κανέτι είναι ένας Στρίντμπεργκ (κάπου αναφέρεται κι αυτός) μόνο για τις γερασμένες γυναίκες. Για τις νέες έχει μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση. Την Άννα την ερωτεύεται, και εξακολουθεί να τρέφει αισθήματα γι αυτήν ακόμη και όταν τον αποπέμπει. Όμως είναι εξαιρετικά συγκινητικός όταν περιγράφει πως τον μάγεψε ένα δεκατετράχρονο κορίτσι (νόμιζε ότι ήταν δεκαοχτάχρονο), και της την έστηνε κάθε μέρα από εκεί που θα περνούσε, απλά για να τη δει.
«Μόλις πλησίαζε η δική της ώρα διέκοπτα τη δουλειά μου. Ακουμπούσα κάτω το μολύβι, πεταγόμουν επάνω και έφευγα από το διαμέρισμα από μια ιδιαίτερη πόρτα που ένωνε το δωμάτιό μου με τον προθάλαμο του σπιτιού, έτσι που κανένας δεν με έβλεπε να φεύγω… Λιγάκι φοβόμουν πάντοτε μήπως η μορφή Καμπούκι, το ανατολίτικο κορίτσι, είχε κιόλας περάσει, όμως αυτό δεν συνέβαινε ποτέ… ερχόταν ορμητικό προς το μέρος μου το άγριο κορίτσι, που σκόρπιζε γύρω του έξαψη. Εγώ ρουφούσα μέσα μου όσο μπορούσα περισσότερη από αυτή την έξαψη, ρουφούσα τόση πολλή, ώστε θα μου έφτανε περισσότερο από μία μέρα» (σελ. 257-258).
Βρήκα το σημείο που αναφέρεται ο Στρίντμπεργκ. Είναι ένα απόσπασμα όπου μιλάει η μητέρα του:
«Ποιον να πιστέψεις αν όχι τους λογοτέχνες; Τους εμπόρους μήπως; Τους πολιτικούς; Εγώ πιστεύω μονάχα τους λογοτέχνες. Μα πρέπει αυτοί να είναι δύσπιστοι όπως ο Στρίντμπεργκ και να διαβλέπουν τις προθέσεις των γυναικών. Πρέπει να σκέφτεσαι τα χειρότερα για τους ανθρώπους. Κι όμως, δεν θα ήθελα να ζήσω ούτε μία ώρα λιγότερο. Ας είναι οι άνθρωποι κακοί! Είναι υπέροχο πράγμα να ζεις! Είναι υπέροχο να διαβλέπεις όλα τα άσχημα και να ζεις παρ’ όλα αυτά (σελ. 263).
Ας το υπογραμμίσουμε αυτό: «Ας είναι οι άνθρωποι κακοί! Είναι υπέροχο πράγμα να ζεις! Είναι υπέροχο να διαβλέπεις όλα τα άσχημα και να ζεις παρ’ όλα αυτά».
Υπάρχουν αρκετά κουτσομπολιά για τις μικρότητες, τις αντιζηλίες και τις κακίες των μεγάλων ανδρών που προσωπογραφούνται από τον Κανέτι. Δεν έχει νόημα να αναφερθούμε σε κανένα από αυτά. Θα κλείσουμε την παρουσίαση αυτή με ένα απόσπασμα και μια ρήση. Το απόσπασμα είναι από ένα γράμμα του Άλμπαν Μπεργκ σε μαθητή του: «Ένας δυο μήνες μου μένουν ακόμα να ζήσω – τι όμως μετά; Δεν σκέφτομαι και δεν εξετάζω τίποτε άλλο πέρα από τούτο – είμαι λοιπόν σε βαθιά κατάθλιψη» (σελ. 270).
Ο Ίρβιν Γιάλομ θεωρεί τον φόβο του θανάτου σαν ένα από τα τέσσερα υπαρξιακά προβλήματα που κατατρύχουν τον άνθρωπο (τα άλλα τρία είναι ο έρωτας, η μοναξιά και το νόημα της ζωής). Εδώ μας παρουσιάζεται ένα ακόμη πρόβλημα, περισσότερο τρομακτικό, όταν ο θάνατος βρίσκεται πια προ των πυλών: Μετά. Τι υπάρχει μετά;
Και η ρήση: …προερχόταν, «όπως όλοι μας, από το Παλτό» (του Γκόγκολ) (σελ. 283. Τελικά διαβάζοντας τον Ντοστογιέφσκι του Κωστή Παπαγιώργη είδα πως το είπε ο Τουργκένιεφ. Έχει και κάτι καλό να καθυστερείς λίγο την ανάρτηση).
Καλά, να μας κλέβουνε τα όνειρα, αλλά να μας κλέβουνε και το παλτό; Εμένα μόλις μου το έκλεψαν.