Monday, December 24, 2007

Μιχάλης Πιερής

Τρόποι και …Τόποι γραφής.
Μια συζήτηση με τον Μιχάλη Πιερή, για τον ρυθμό και τη γλώσσα στην ποίηση, για τη συλλογή του «Τόποι γραφής», για τον μοντερνισμό του ελεύθερου στίχου αλλά και για τον Καβάφη.


Γιάννης Μανιάτης

Όταν ξεκίνησα να γράφω το τελικό κείμενο της συνέντευξης με τον Μιχάλη Πιερή σκέφτηκα ότι το καλύτερο βιογραφικό, ή ο καλύτερος πρόλογος, θα φάνταζε με φτωχό συγγενή μπροστά στο έργο του.
Ακριβώς γι’ αυτό κι επειδή είμαι της γνώμης ότι το ποίημα κάνει τον ποιητή και όχι το αντίστροφο, επέλεξα να τον παρουσιάσω με ένα ποίημά του.




Στις μέρες μας ένα από τα στοιχεία που διαφοροποιούν τον ποιητικό από τον πεζό λόγο είναι ο ρυθμός. Πόσο μπορεί να απέχει ο ποιητικός ρυθμός από αυτόν της καθημερινής εκφοράς του λόγου ;

«Φρόντισε ν’ απέχεις και να μην απέχεις» προτρέπει ο ποιητής Μόντης. Ενώ πιο αναλυτικά το περιγράφει με ευστοχία ο κριτικός Σεφέρης όταν μιλά για την κατάκτηση της «μέσης φωνής» από τον Κορνάρο. Είναι στ’ αλήθεια, το πιο κρίσιμο σημείο για τον ποιητή. Ζήτημα ζωής ή θανάτου. Το πώς θα κατορθώσει ο ποιητικός του λόγος να μην μυρίζει “ποιητικότητα”, αλλά να έχει μέσα του τη δύναμη, την ομορφιά και τη χάρη της καθημερινής προφορικής ομιλίας. Κι αυτό όχι μέσα από την εξωτερική της μίμηση, αλλά μέσα από σεμνή ποιητική εργασία που οδηγεί στην κατακτημένη φυσικότητα.
Κι ας υπογραμμίσω κάτι. Ας μην υποτιμούμε τον προφορικό λόγο του καθημερινού ανθρώπου. Εκεί βρίσκεται η ποίηση. Δεν είναι ανώτερη μορφή η γλώσσα των ποιητών. Μα υπάρχει άραγε γλώσσα των ποιητών, ή υπάρχουν μόνο διάφοροι ποιητικοί τρόποι πολιορκίας της καθημερινής εκφοράς του ανθρώπινου λόγου;


Με δεδομένο ότι ο ποιητικός λόγος είναι αποτυπωμένος προφορικός λόγος πως θα κρίνατε το αίτημα για αντιστοιχία του γραπτού, αποτυπωμένου ρυθμού ενός ποιήματος, με αυτόν της απαγγελίας του;

Ο αποτυπωμένος ποιητικός ρυθμός (δηλαδή ο ρυθμός που εμπεριέχει ένα γραπτό κείμενο) γίνεται αμέσως ζωντανός ρυθμός (δηλαδή ακουστικός), μόλις κάποιος διαβάσει ή απαγγείλει το ποίημα. Όμως, και η σιωπηλή ανάγνωση που γίνεται κατά μόνας, ή και εκείνη η πρώτη ανάγνωση που κάνει ο ποιητής μόλις τελειώσει ένα ποίημα (ή και η πρωτογενής που κάνει καθώς ακόμη το γράφει), έχει ακουστική υπόσταση, γιατί ο ρυθμός ζωντανεύει ακόμη και αν δεν σαρκωθεί σε ήχο που ακούγεται, αλλά σε ήχο που εκλύεται μέσα μας, που τον «ακούει μες στη σκέψη το μυαλό» όπως το είπε ο Καβάφης.


Μήπως υπάρχει μια σημαντική μεταβολή, μια νέα τάση, απότοκος των σύγχρονων μέσων και ο ποιητικός λόγος τείνει να γίνει γραπτός, πεζός λόγος;

Όλες οι λέξεις που έχει στη διάθεσή του ένας ποιητής έχουν τις ίδιες ποιητικές και πεζολογικές δυνατότητες. Το θέμα είναι τί είδους κίνηση δίνει σε αυτές ένας τεχνίτης του λόγου, πότε και πώς τις κάνει να συνομιλούν ή να τραγουδούν, πότε να περπατούν ή να χορεύουν, ανάλογα με την εσωτερική ρυθμική ενότητα που προσπαθεί να προσδώσει στο κείμενο που δουλεύει. Το θέμα είναι ότι η διάταξη των λέξεων πρέπει να είναι τέτοια ώστε ο ρυθμός να προκύπτει από τα ίδια τα πράγματα και τα αισθήματα που περιγράφονται στο ποίημα. Ότι, δηλαδή, από την κατάλληλη διάταξη των λέξεων και των ήχων προκύπτει εκείνη η αρμονία που προσθέτει δύναμη και χάρη στο λόγο, και δεσμεύει την προσοχή του αναγνώστη. Όπως το λέει αλλιώς ο Κορνάρος, η καλή τέχνη σε κάνει να μην μπορείς «να ξεχωρίζεις το τραγούδι απ’ τον τραγουδιστή».

Στη συλλογή σας Τόποι Γραφής, υπάρχει μια ρυθμική πραγματικότητα την οποία αντιλαμβάνεται κάποιος καλύτερα όταν διαβάσει δυνατά το ποίημα. Υπάρχει κάποια βιωματική αφετηρία που σας οδήγησε προς αυτού του τύπου τη ρυθμική οργάνωση της ποιητικής σας δημιουργίας;

Μου θυμίζετε ότι μια παλαιότερη ποιητική συλλογή μου φέρει τον τίτλο Ρυθμού και φόβου. Νομίζω ότι η σχέση μου με τον κόσμο ξεκίνησε με αυτό το διπλό αίσθημα. Τον ρυθμό και τον φόβο. Γι’ αυτό και ο ποιητικός ρυθμός είναι για μένα στενά συνδεδεμένος με τη συγκίνηση και το νόημα. Θα σας πω κάτι αυτοβιογραφικό. Ένα ποίημα της συλλογής αυτής ξεκινά με τους εξής στίχους:

Με ορίζουν διά παντός οι κύκλοι
της σιρίζας. Του ζώου ο παλμός
στο μονοπάτι. Ανήφορα κατήφορα
ώς του γκρεμού την άκρη. Το ρίζωμα
στα σωθικά ρυθμού και φόβου.


Πώς έγινε αυτό το «ρίζωμα» του ρυθμού (με τον παλμό του ζώου) και του φόβου (με την άκρη του γκρεμού) δεν ξέρω. Λένε πάντως ότι η παιδική μας ηλικία είναι η σκοτεινή μήτρα όλων των αισθημάτων που αναπτύσσουμε αργότερα. Η πιο μακρινή μνήμη από την παιδική μου ηλικία συνδέεται ακριβώς με αυτή την εμπειρία. Τα καλοκαίρια (για το μάζεμα των χαρουπιών) όλη η οικογένεια έφευγε πολύ πρωί (γύρω στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα) για τις μακρινές περιοχές όπου η οικογένεια είχε κτήματα, μαζί με όλα τα σύνεργα και το φαγητό φορτωμένα στα ζώα προκειμένου στις πέντε-έξι το πρωί να ξεκινήσει η συγκομιδή των καρπών. Τα νήπια ή και τα πιο μικρά παιδιά (στην ηλικία των τριών-τεσσάρων χρόνων), δεν μας ξυπνούσαν. Τυλιγμένα στις κουβέρτες μάς τοποθετούσαν ένα στη μία κοφίνα της σιρίζας και ένα στην άλλη. (Ίσως αξίζει να αναφέρω ότι η κυπριακή λέξη «σιρίζα» ετυμολογείται από το λατινικό series που σημαίνει «ειρμός»). Κάποια στιγμή, λοιπόν, ξυπνούσαμε (συνήθως από κάποιο θόρυβο της φύσης ή το πρώτο χάραμα) και αντί στο κρεβάτι, βρισκόμασταν στην πλάτη ενός ζώου, συχνά σε στενό μονοπάτι επάνω από κάποιο γκρεμό. Κι ενώ βιώναμε αυτή την παράξενη αίσθηση ενός ρυθμικού σύμπαντος με βάση τον παλμό του ζώου, βγάζαμε σιγά σιγά το κεφάλι από τη σιρίζα και βλέπαμε με δέος το μαύρο βάραθρο. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι η σχέση μου με την έννοια του ρυθμού είναι μια έννοια σχεδόν σωματική, σοφιλιασμένη ταυτόχρονα στη μνήμη, στο μυαλό και στη σκέψη.

Επομένως ο ρυθμός είναι για σας το στοιχείο που προσδίδει κίνηση στον ποιητικό λόγο, την απαρχή της συγκίνησης…

Ο ρυθμός είναι ένα στοιχείο που βρίσκεται εξαρχής μέσα στην ίδια τη συγκίνηση που γεννά το ποίημα. Η συγκίνηση, άλλωστε, είναι μια ρυθμική κίνηση. Κι ένας τέτοιος πρωτογενής ρυθμός, έχει μιαν αυτόνομη δυναμική, είναι ρυθμός ο οποίος σκέφτεται, έχει δικούς του προβληματισμούς. Δεν ελέγχεται απέξω γιατί παράγεται ενδογενώς. Πρόκειται για μιαν άλλη μελωδία. Μια συνομιλία μυστική του ρυθμού (ως υπαρξιακού γεγονότος) με το περιεχόμενο των λέξεων και των αισθημάτων. Υπ’ αυτή την έννοια ο ρυθμός «ρυθμίζει» το νόημα του στίχου σε ένα άλλο επίπεδο. Όχι αυτό που εύκολα μπορεί να περιγραφεί με βάση τα κλασικά εργαλεία της μετρικής επιστήμης. Διότι ο ρυθμός είναι ζωικό στοιχείο, δεν ταυτίζεται με το μέτρο. Το μέτρο είναι μηχανικό, μπορείς να το παραστήσεις. Όχι τον ρυθμό. Ο ρυθμός είναι σύμφυτος με την προσωπικότητα του ποιητή. Έχει σχέση με τη φυσική του ανάσα, τον τρόπο που περπατά ή χορεύει, που τρώει και πίνει, που μιλά και γράφει και βεβαίως τον τρόπο που κάνει έρωτα.

Πόσο μοντερνιστικός μπορεί να είναι ο ελεύθερος στίχος, μετά από έναν αιώνα παρουσίας ή και αυτός έχει γίνει μέρος της διευρυμένης ποιητικής μας παράδοσης;

Ας τελειώνουμε με αυτή την παρεξήγηση περί «ελεύθερου στίχου». Τί θα πει «ελεύθερος» στο χώρο της τέχνης. Σκλάβος είναι ο δημιουργός, σκλάβος της τέχνης που υπηρετεί. Αυτό που γίνεται με τους μεγάλους ποιητές κάθε νέας εποχής, είναι η ανακάλυψη μιας νέας σκλαβιάς. Ο Τ. Σ. Έλιοτ είπε ότι «μόνο ένας κακός ποιητής μπορεί να θεωρήσει τον ελεύθερο στίχο ως την απελευθέρωση από τη φόρμα. Ο ελεύθερος στίχος ήταν μια επανάσταση εναντίον της νεκρής φόρμας, και μια προετοιμασία για τη νέα φόρμα ή για την αναγέννηση της παλιάς». Πάντα, λοιπόν, δεσμώτης είναι ο ποιητής, ο δημιουργός εν γένει, στους νόμους και στις επιταγές της τέχνης του, μόνο που αυτοί οι νόμοι δεν είναι οι ίδιοι με τους νόμους μιας άλλης εποχής. Πώς θα δεσμευόταν ο Κορνάρος από τους ρυθμούς και τους ήχους της εποχής μας (για παράδειγμα τον ήχο και το ρυθμό του αυτοκινήτου, του τρένου, του μετρό, ενός αεροπλάνου, ενός βομβαρδισμού); Αυτά δεσμεύουν (και εμπνέουν) ως ηχητικά και ρυθμικά και μουσικά φαινόμενα τον ποιητή της εποχής μας.



Στη συλλογή σας αναφέρεστε στον Κορνάρο, ενώ υπαινικτικά εμφανίζονται και άλλες σημαντικές μορφές της νεοελληνικής ποίησης, σε μια εποχή που αρκετοί ποιητές δίνουν την εντύπωση ότι διαλέγονται περισσότερο με τη διαφήμιση και λιγότερο με προγενέστερα ή και σύγχρονα κείμενα. Ποια είναι η γνώμη σας;

Ο ποιητής θα γράψει λαμβάνοντας υπόψη όλες τις καινούριες μορφές ή τεχνικές έκφρασης της εποχής του (τη γλώσσα της διαφήμισης ή γενικά των media, τα λογοπαίγνια, τα συνθήματα, ακόμη και τα μηνύματα που αποστέλλονται μέσω των κινητών). Η γλώσσα του ποιητή είναι ένα βρεγμένο σφουγγάρι που πέφτει στο χώμα και απορροφά τα πάντα, ακόμη και σκουπίδια και σκόνη υπό την προϋπόθεση ότι ο ποιητής θα κινείται αντίθετα στο ρεύμα, δεν θα τον παρασύρει στη φορά του. Θέλω να πω ότι θα χρησιμοποιεί αυτός τα υλικά του (ακόμη και τα πιο πεζά) για τις δικές του ανάγκες, δεν θα τον χρησιμοποιούν οι τεχνικές των άλλων. Θα δίνει φόρμα και νόημα αυτός, δεν θα του το δίνουν αυτοί που εξουσιάζουν τα όνειρα και τις επιθυμίες ενός ανυποψίαστου αναγνωστικού κοινού (που στις μέρες μας διαμορφώνεται κυρίως από ένα χειραγωγημένο θεατή των ποικίλων τηλεοπτικών σκουπιδιών).
Γι’ αυτό και η καλή ποίηση συνήθως αποτρέπει τη γρήγορη ένταξη του ποιητή που τη γράφει στην καθιερωμένη ποιητική πραγματικότητα. Γιατί η τελευταία είναι μια καταναλωτική πνευματική πραγματικότητα που τη φτιάχνουν εικονικά τα ΜΜΕ, η διαφήμιση, οι εκδότες, οι επαγγελματικές και δημόσιες σχέσεις των λογοτεχνικών κριτικών με τους λογής εμπόρους της λογοτεχνίας, οι ευκαιριακές συσπειρώσεις για την ιεράρχηση των λογοτεχνικών βραβείων, για τη συμπερίληψη σε ανθολογίες, κλπ. Αυτή η εικονική πραγματικότητα δεν κατασκευάζει μόνο τον πρόσκαιρο “κανόνα” των επιτυχημένων τάχα ποιητών (για θυμηθείτε τους Παράσχο, Δροσίνη και Σκίπη που κάποτε βρέθηκαν στην κορυφή ενός τέτοιου “κανόνα”). Κατασκευάζει δυστυχώς και συγκεκριμένες υπαρξιακές και αισθητικές ανάγκες στις οποίες υποτάσσονται όλοι αυτοί οι ποιητές που κυνηγούν με αρρωστημένο πάθος τη συγκαιρινή τους αναγνώριση, όπως ο κάλπης ποιητής του καβαφικού «Ούτoς εκείνος».

Ο γλωσσικός πλούτος και η χρήση των λέξεων στη συλλογή σας, δίνουν την αίσθηση ότι το ζήτημα της γλώσσας είναι σημαντικό για εσάς σε μια χρονική περίοδο που πληθαίνουν οι αναφορές για γλωσσική πενία στην ποιητική μας παραγωγή…

Ο Ροΐδης κατέκρινε κάποτε τους ποιητές για τη γλωσσική τους πενία, μα το έκανε ύστερα από προσεκτική μελέτη κι έχοντας με οξυδέρκεια εντοπίσει πού ήταν το πρόβλημα. Αναφέρομαι στη γνωστή επίκριση του Ροΐδη στους ποιητές της νεοελληνικής γραμματείας μετά τον Σολωμό (δηλαδή στους Βαλαωρίτη, Ζαλοκώστα, Δροσίνη, κ.ά.), τους οποίους ψέγει για το γεγονός ότι η γλωσσική τους παιδεία περιορίστηκε στο «κλασσικόν ιδίωμα του κλέφτικου άσματος», και δεν μελέτησαν και «τα δημοτικά μνημεία και των άλλων ελληνικών χωρών, και ιδίως της Κρήτης, της Ρόδου, της Χίου και της Κύπρου».
Ο Καβάφης νομίζω ότι αντελήφθη το νόημα της καίριας αυτής παρατήρησης. Από τη μια ο περιορισμός στο «κλασσικό ιδίωμα» του κλειστού χώρου της Στερεάς Ελλάδας· από την άλλη ο πλούτος του ανοιχτού χώρου του περιφερειακού Ελληνισμού (Κρήτη, Ρόδος, Χίος, Κύπρος). Πρόκειται για μια κρίσιμη διάκριση. Διότι οι δυναμικές ζυμώσεις από τις οποίες κάποια στιγμή τροφοδοτούνται και τα εκάστοτε κέντρα, συνήθως γίνονται στην περιφέρεια. Δείτε τί έγινε με τις ποιητικές κατακτήσεις του Καβάφη. Από τον Σεφέρη και μέχρι την Α' και τη Β' μεταπολεμική γενιά και έως τη γενιά του '70, οι περισσότεροι γράφουν είτε συνομιλώντας δημιουργικά με το καβαφικό πρότυπο, είτε κάνοντας ένα είδος παστίς επάνω στις φόρμες και στους ρητορικούς τρόπους του Αλεξανδρινού.
Αναφερθήκατε στο γλωσσικό πλούτο της τελευταίας μου συλλογής. Θα ήθελα να πω ότι αυτό δεν έγινε προγραμματικά. Προήλθε μέσα από μια μόνιμη στάση θαυμασμού και φόβου απέναντι στη ζωντανή γλώσσα του ελληνικού λαού και απέναντι στις κατακτήσεις της ελληνικής ποίησης. Μια γλώσσα πάντως που τη χειρίζομαι από τη σκοπιά ενός Κύπριου. Δηλαδή που προσέρχομαι ως ξένος προς αυτή. Δεν μου είναι δεδομένη.



Ασχολείστε χρόνια με το έργο του Καβάφη και θεωρείστε από τους σημαντικότερους μελετητές του. Θα θέλατε να μας πείτε αν υπάρχει κάτι νεότερο σχετικά με το έργο του αλλά και πως ερμηνεύετε το φαινόμενο να μεγαλώνει η αξία του με την πάροδο του χρόνου;

Η αξία του Καβάφη θα μεγαλώνει με την πάροδο του χρόνου γιατί μπόρεσε να δημιουργήσει το έργο του όχι ως ποιητής του κέντρου αλλά της περιφέρειας, των παρυφών, των προσχώσεων και των προσμείξεων. Ο Καβάφης ανήκε στο «μέγα πανελλήνιον», σ’ εκείνους που μπορούσαν να δουν το κέντρο χωρίς κανένα αίσθημα κατωτερότητας (ίσως μάλλον με κάποιο αίσθημα ανωτερότητας με το οποίο τον προίκιζε η αίσθηση της διαφοράς). Γι’ αυτό έζησε και μελέτησε και έγραψε μόνο για την ποίηση, αυτήν υπηρέτησε, σε αυτή λογοδότησε.
Ο Καβάφης, ως εξόριστος ποιητής, έζησε μακριά από το παρακμιακό κλίμα της πρωτεύουσας πόλης ενός κράτους που διαχειριζόταν τις ποικίλες εξουσίες του έθνους (πολιτική, εκκλησιαστική, οικονομική, εκπαιδευτική, γλωσσική). Και ως εξόριστος και «ξένος πολύ», μπόρεσε να αποδράσει από το «φριχτό τους σπίτι» και να δημιουργήσει αυτό το σπάνιας ποιότητας έργο που δεν ανήκει μόνο στον ελληνισμό, αλλά στο παγκόσμιο κοινό της αληθινής ποίησης.
Ως προς το άλλο θέμα που με ρωτάτε, τα καλά νεότερα είναι η επικείμενη έκδοση των καβαφικών αυτοσχολίων που ετοίμασε η Diana Haas και η προετοιμασία της κριτικής έκδοσης των 154 αναγνωρισμένων ποιημάτων, με όλες τις αυτόγραφες παραλλαγές του Αρχείου του ποιητή, καθώς και τις έντυπες παραλλαγές σε δημοσιεύσεις που έγιναν ενόσω ζούσε ο ποιητής. Μια έκδοση που την ετοιμάζει η Renata Lavagnini με τη συνεργασία της Σταματίας Λαουμτζή. Επίσης, μέσα στο χρόνο θα κυκλοφορήσει με δική μου επιμέλεια και το Λεξικό παραθεμάτων του Καβάφη στο οποίο φαίνεται ο συστηματικός τρόπος με τον οποίο πλούτιζε το λεξιλόγιό του ο Αλεξανδρινός ποιητής περισυλλέγοντας λέξεις αθησαύριστες στα λεξικά της εποχής του ή καινούριες έννοιες γνωστών λέξεων.
Ας κλείσω μ’ ένα λήμμα από το Λεξικό αυτό που για μένα έχει μιαν ιδιαίτερη σημασία, καθώς αφορά στην αποδελτίωση μιας σπάνιας λέξης από δύο αριστουργήματα της πρώιμης νεοελληνικής γραμματείας, ένα της Κύπρου κι ένα της Κρήτης:
Φίλαινα: Φίλη, Φιλενάδα
«K’ εγώ, που σού ’μαι φίλαινα και τέκνο στην αγάπη.»
Κορνάρου,Eρωτόκριτος
Φίλενα:«Eίπεν της η ρήγαινα· Aν θέλεις να είμεστεν φίλενες.»
Λεοντίου Μαχαιρά, Χρονικό της Κύπρου

*****

Τάκης Βαρβιτσιώτης, Χρήστος Τουμανίδης, Δημήτρης Βαρβαρήγος, Ιάσων Ευαγγέλου, Δημήτρης Μυταράς κ.ά είναι μερικά από τα ονόματα που φιλοξενούνται στις συνεντεύξεις στο Λέξημα. Για να διαβάσετε κάποια από αυτές, επιλέγοντας από τη λίστα συνεντεύξεων, ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

Tuesday, December 4, 2007

Arthur Rimbaud



Τέσσερα χρόνια παρουσίας στο διαδίκτυο, συμπληρώνει το Λέξημα σε λίγες μέρες και στην ύλη του προστέθηκε ένα "μικρό" αφιέρωμα για τον Αρθούρο Ρεμπώ.

Μετά τον Ρεμπώ, είναι ο τίτλος άρθρου, του Χρήστου Κρεμνιώτη που επιχειρεί να μας φωτίσει μιαν άλλη πλευρά στην ποίηση του Ρεμπώ.

Αναδημοσιεύουμε εδώ ένα απόσπασμα :

<<Τόσο βαθύτερα ριζώνει ο άνθρωπος στην απελπισία, όσο μεγαλύτερο πίστεψε τον εαυτό του ανάμεσα στους ανθρώπους και η ζωή, δεν του το επιβεβαιώνει. Τότε, συνήθως, ευκολότερα παραδίδεται σε κάθε είδους πράξη πιστεύοντας την λυτρωτική. Ή ορθότερα, ελπίζοντας την τέτοια. Θεωρεί σχεδόν, πως κάπου πρέπει να γίνει «χειρότερος» για να βρει κάτι που ίσως, θα μοιάξει με λύτρωση. «[...] Όσο παραδεχόμουν το Καλό, όσο αποδεχόμουνα το σε τι συνίσταται το «Υψηλό και το Ωραίο», τόσο περισσότερο βυθιζόμουν στη χυδαιότητα και γινόμουν πρόθυμος να κάνω τις πιο κοινές πράξεις.». Λίγες αράδες από το «Υπόγειο», ένα από τα λακωνικότερα έργα του Ντοστογέφσκυ. Ας συλλογιστεί καθένας γιατί τις μετέγραψα εδώ.
Ο Ρεμπώ, πιστεύει σχεδόν ότι θα επαναφέρει τον κόσμο στην κατάσταση του φωτός, ότι οφείλει κάτι τέτοιο, οτι είναι ο μόνος που το μπορεί,μα δυστυχώς, για να το επιτύχει, χρησιμοποιεί τα ίδια μέσα τα οποία ρίξανε τον κόσμο από το φως. Ο Εντμόντ Μανύ, όταν γράφει για τον Ρεμπώ, αναφέρει πως στο Ταλμούδ, ο Σατανάς πολλάκις αποκαλείται Έφηβος και σημειώνει επίσης, πως η θεμελιακή αμαρτία του Ρεμπώ, είναι η αδημονία. Μα αυτό, είναι γνώρισμα της νεότητας. Κατ' εμέ, το λάθος στον Ρεμπώ(συνεπώς το αμάρτημα ) είναι πως καλεί τον εαυτό του να αναλάβει χρέη Μεσσία, συνεπώς, το ΄΄λάθος'', δεν είναι δικό του. Απλούστατα, ο Ρεμπώ, προσπαθεί πιστά να αισθανθεί απο άκρη σε άκρη, τις φαντασιακές διαστάσεις που η εποχή του έδινε στον άνθρωπο, όντας βέβαια ο μόνος που, πάνω απο όλα λόγω της ηλικίας του(απόδειξη πως λίγο καιρό αργότερα εγκαταλείπει κάθε τέτοια προσδοκία), τις λαχτάρησε με τόσην ένταση.
«Εδώ και μερικούς αιώνες, γράφει ο Έλιοτ (δοκίμιο: θρησκεία και λογοτεχνία) , δεχόμαστε σιωπηρά πως δεν υπάρχει σχέση μεταξύ λογοτεχνίας και θεολογίας...». Μεταφέρω αυτές τις οξυδερκείς γραμμές του Βρετανού, γιατί γνωρίζω καλά, πως τα θρησκευτικά κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν ως τώρα, και μέχρι τέλους θα είναι οι επιβεβλημένοι άξονες μας, θα απέχουν πολύ απο τη φιλοκαλία, το γούστο και την αισθητική του νεοέλληνα αναγνώστη ο οποίος, επί το πλείστον, αποτελεί αντιδάνειο του εαυτού του και ανάκλαση της ιστορίας του. Εδώ λοιπόν, χρειάζεται μια διευκρίνιση ούτως ώστε, μια και καλή να πετάξουμε από επάνω μας το μυριάσθενο μασκάρεμα που υπέστη ο Χριστιανισμός. Ο Χριστιανισμός, δεν είναι η θρησκεία των Επέκεινα, μα του Αιέν. Δεν είναι η πολιτεία του έκπτωτου ανθρώπου, μα εκείνου της μετάνοιας. Δεν είναι εθελοτυφλία ως προς την ύλη, μα ο καταιγισμός της ύλης με πνεύμα. Η μεν πτώση, σχεδόν προϋπάρχουσα του ανθρώπου, η δε λύτρωση δικαίωμα του ανθρώπου. Ελευθερία του ανθρώπου. Η μεν πτώση, παρελθόν του ανθρώπου, ο δε άνθρωπος, μέλλον της ίδιας του της λύτρωσης. Στο σφάλμα του, τίποτα παραπάνω δεν είναι το αμάρτημα, ο άνθρωπος πρέπει να συγχωρέσει τον εαυτό του, αν κάποιος δεν χρειαστεί να συγχωρέσει τον εαυτό του, δεν θα μπορέσει τίποτε και ποτέ να συγχωρέσει στον άλλον μα , άτηνα, υπάρχει μιαν άλλη οδός ‘ ‘ευκολότερη''. Το λάθος, αποκαλείται άλλη έκβαση της ορθότητας, άλλη μορφή της αλήθειας. Και όλα αυτά, για έναν και μόνο λόγο. Γιατί ο άνθρωπος, ακόμη και δεσμώτης, δεν υποτάσσεται στο να παραδεχτεί πως έχει ανάγκη από λυτρωτή... « έδειτο γαρ του ιατρεύοντος, η φύσις ημών ασθενήσασα, έδειτο του ανορθούντος, ο εν το πτώματι άνθρωπος[...] εζήτει συναγωνιστή ο δεσμώτης...»(Γρηγόριος Νύσσης, «λόγος κατηχητικός ο μέγας» ).
>>

Για να διαβάσετε όλο το άρθρο ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ


Το αφιέρωμα ολοκληρώνεται με το σημαντικότερο έργο του Ρεμπώ, Μια εποχή στην κόλαση, σε μετάφραση X.Σ. Kρεμνιώτη.

Για να διαβάσετε το έργο ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ




Η φωτογραφία είναι από την ελληνική ΒΙΚΙΠΑίΔΕΙΑ

Saturday, December 1, 2007

Νέες δημοσιεύσεις

Με ένα διήγημα του Ναούμ Θεοδοσιάδη - SimonSays και ένα διήγημα της Ελένης Γκίκα δραστηριοποιούνται και πάλι οι δημοσιεύσεις έργων στο Λέξημα.

Για να διαβάσετε το διήγημα του Ναούμ Θεοδοσιάδη ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

Για να διαβάσετε το διήγημα της Ελένης Γκίκα ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

Για τον κατάλογο με τα δημοσιευμένα έργα Πεζογραφίας ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

Για τον κατάλογο με τα δημοσιευμένα έργα Ποίησης ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ


Στην κατηγορία Δημιουργοί (δεξιά στήλη του περιοδικού) μπορείτε επίσης να διαβάσετε Μεταφράσεις καθώς και έργα Παιδικής Λογοτεχνίας

Tuesday, November 27, 2007

ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ

"...Σήμερα ο Τάκης Βαρβιτσιώτης είναι ένας από τους μεγάλους του Νεοελληνικού Παρνασσού. Θα λέγαμε ο μόνος που κρατάει τις Θερμοπύλες της Νεοελληνικής Ποίησης, αμόλευτη από εμπορικές διαφημίσεις και σκοπιμότητες. Με την ευκαιρία της απονομής σ' αυτόν του σημαντικού Βαλκανικού Βραβείου «Αίμος» το περιοδικό μας έκαμε μια συζήτηση μαζί του: για το πώς βλέπει την Ποίηση στον σημερινό κόσμο του τεχνοκρατικού πολιτισμού και τί σχέση έχει η Ποίηση με την Πολιτική και τη Θρησκεία.
- Κύριε Βαρβιτσιώτη, ευχαριστούμε που δεχθήκατε να κάνουμε αυτή τη συνομιλία.
- Ξέρετε, εκτιμώ πολύ τους πνευματικούς αγώνες της «Πνευματικής Ζωής».
- Τί είναι ποίηση;
- Έχω επανειλημμένα απαντήσει σε αυτό το ερώτημα και επαναλαμβάνω: Νομίζω πως δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την ποίηση. Την απάντηση την δίνει κάθε ποιητής με το έργο του. Γιατί όπως έχω πει και άλλοτε, η ποίηση είναι μια κατάσταση μαγείας, κάτι άρρητο, μια «άρρητη γέννηση», για να αναφερθώ στον τίτλο ενός ποιήματος μου, μια εισδοχή στην εποχή του θαυμαστού. Και η πίστη μου αυτή γίνεται όλο και περισσότερο αδιάλλακτη όσο μέρα με τη μέρα εξακριβώνω πως είναι η μοναδική προσωπική έκφραση που απομένει ακόμα, η έσχατη, αν θέλετε, επιβεβαίωση μιας ανθρώπινης ευγένειας μέσα σ' αυτόν τον θρίαμβο της ανωνυμίας και του τεχνοκρατικού πολιτισμού, που ζούμε, ο πιο καίριος, υπεύθυνος και ιερός λόγος που μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος στο χείλος της αβύσσου ή στην κορυφή της πιο απίθανης ευτυχίας.
Τελικά η ποίηση δεν παύει να υπάρχει και δεν θα πάψει να υπάρχει, όσο και αν φαίνεται ζοφερό το μέλλον, παρά μονάχα, αν εξαφανιστεί ο άνθρωπος.
- Ο λυρισμός, ποια θέση έχει στην εποχή μας; Μπορεί να την εκφράσει, ή μήπως είναι πολύ σκληρή για να συμβεί κάτι τέτοιο;
- Δυστυχώς η εποχή μας, αποτρόπαιη και απάνθρωπη δεν παρέχει καμιά δυνατότητα επιβίωσης του λυρισμού. Αντίθετα ευνοεί να γράφονται αντι-ποιήματα και αυτά φαίνεται την εκφράζουν.
- Ποιους ποιητές διαβάζετε; Έχετε ιδιαίτερη προτίμηση στη λατινοαμερική ποίηση και γιατί;
- Διαβάζω πολλούς ποιητές από όλο τον κόσμο, όπως βέβαια και Έλληνες που βρίσκονται πάντα στην παγκόσμια πρωτοπορία. Να παραθέσω ονόματα; Θα ήταν ένας απέραντος κατάλογος. Αρχίζοντας από τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε, τον ασύγκριτο αυτό άγγελο της νύχτας και τα μεγάλα ονόματα των Μπωντλαίρ, Μαλλαρμέ, Ρεμπώ, Βερλαίν, θα έφθανα έως τον κορυφαίο ίσως ποιητή του περασμένου αιώνα, τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε και θα συνέχιζα με τους σπουδαίους νεότερους ποιητές: Απολλιναίρ, Ρεβερντύ, Ελυάρ, Σαιν Τζων Περς, Πάουλ Τσέλαν, Ντύλαν Τόμας, Οκτάβιο Πας, Λόρκα, Αλμπέρτι, Χιμένεθ, για να καταλήξω στις ανυπέρβλητες μορφές του Χαίντερλιν, του Νοβάλις, του Κητς και του Σέλλεϋ..."

Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Τάκη Βαρβιτσιώτη στον Γιώργο Πολ. Παπαδάκη που δημοσιεύεται στο Λέξημα.

Για να διαβάσετε το πλήρες κείμενο ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

Sunday, November 25, 2007

Στις αμμουδιές του Ομήρου



Συλλογική παρουσίαση (7)
Στις αμμουδιές του Ομήρου


Παρουσιάζονται : Διονύσιος Σολωμός, ποιήματα και πεζά, με επιμέλεια Δημήτρη Δημηρούλη - Ελένη Καρασσαβίδου - Γρηγορία Πούλιου - Κώστας Ριζάκης...

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ,

Έργα, ποιήματα και πεζά

Εισαγωγή - επιμέλεια - σχόλια : Δημήτρης Δημηρούλης

Εκδόσεις Μεταίχμιο

Σαστίζ' η γη κι η θάλασσα κι ο ουρανός το θάμα,

το μέγα πολυκάντηλο μες το ναό της φύσης

κι αρμόζουν διάφορο το φως χίλιες χιλιάδες άστρα

χίλιες χιλιάδες άσματα μιλούν και κάνουν ένα.

Με αφορμή τα 150 χρόνια από το θάνατο του Σολωμού, κυκλοφόρησε πρόσφατα η σχολιασμένη έκδοση με το σύνολο των έργων του, των παραλλαγών και των σημειώσεων που το συνοδεύουν, με την επιμέλεια του Δημήτρη Δημηρούλη.

Με λογισμό και μ' όνειρο, ο ποιητής,

με σεβασμό και γνώση, ο επιμελητής,

παραδίδει στους αναγνώστες και στο χρόνο το σύνολο του έργου που αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο στην ιστορία της νεοελληνικής ποίησης.

Θ' αντιπαρέλθω εν συντομία τις κραυγές και τους ψιθύρους, με τα υποτιθέμενα άδολα ψευτοδιλήμματα, για την προσφορά και τη σημαντικότητα του έργου στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, καθώς θεωρώ ότι προέρχονται από ανθρώπους και από χώρους που θα επιθυμούσαν να υπάρχει μόνο ως κονσέρβα ο Σολωμός, για να μπορούν οι ίδιοι να υπάρξουν. Σε αυτούς, άλλωστε, είχε απαντήσει ο Οδυσσέας Ελύτης, στο Άξιον Εστί, με τους στίχους :

Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,

όπου και να θολώνει ο νους σας,

μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό

και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Στα θετικά της νέα αυτής έκδοσης, εκτός των άλλων, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και το εισαγωγικό κείμενο του επιμελητή. Κείμενο που βοηθά τον αναγνώστη να κατανοήσει το όλο «κλίμα» αυτού που ονομάζουμε σολωμικό έργο. Και αντί άλλου σχολίου παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του εισαγωγικού κειμένου :«Στο ερώτημα ποια είναι η καλύτερη μέθοδος για την έκδοση των σολωμικών κειμένων δεν μπορεί να δοθεί γενική απάντηση με καθολική εφαρμογή. Εξαρτάται από την εποχή και τις επιδιώξεις του εκδότη. Το βέβαιο είναι ότι θα ήταν χρήσιμο να έχουμε σοβαρές απόπειρες τόσο για μια φιλολογική όσο και για μια χρηστική έκδοση του Σολωμού. Δεν πρόκειται να είναι οριστικές, αλλά θα βοηθήσουν στη προσέλκυση του αναγνωστικού κοινού, τώρα που και ο εθνικός ποιητής, αλλά και η ποίηση ως ποίηση, το έχουν ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά.» (σε56) .......

Απόσπασμα από την 7η συλλογική παρουσίαση βιβλίων ποίησης στο Λέξημα.

Για να διαβάσετε όλο το κείμενο πατήστε ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

Saturday, November 24, 2007

"Τι γνωρίζω": Περί θρησκείας και άλλων δαιμονίων

Μετά από ένα μήνα σχεδόν γράφω για τα υπόλοιπα βιβλία που πήρα από τι σειρά «Τι γνωρίζω» που μοιράζει το καθημερινό Βήμα. Τα βιβλία αυτά είναι «Βουδισμός», «Ινδουισμός», «Ο σύγχρονος Ιουδαϊσμός», «Τρομοκρατία», «Ψυχανάλυση».
Σε σχέση με τον τόμο για το Ισλάμ οι μεταφράσεις ήταν καλύτερες, όμως η επιμέλεια ήταν οπωσδήποτε ανύπαρχτη, και σίγουρα δεν υπήρξε διόρθωση, όχι μόνο από τον μεταφραστή, που φαίνεται ότι δεν ξαναδιάβασε το κείμενό του, αλλά και από επαγγελματία διορθωτή. Έτσι μόνο μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός από κάποιες λέξεις να λείπει ένα γράμμα, ενώ σε άλλες να περισσεύει.
Δεν θα ήθελα να γυρίσω στις τσεκαρισμένες σελίδες και στις υπογραμμίσεις για να μεταφέρω εδώ τα πιο ενδιαφέροντα που διάβασα, γιατί θα κατανάλωνα πολύ χώρο. Θα μεταφέρω απλά κάποιες σκέψεις που έκανα αφού τα διάβασα.
Διαβάζοντας για τον Ινδουισμό συνειδητοποίησα ότι είναι μια θρησκεία που μοιάζει πολύ με τον πολυθεϊσμό των προγόνων μας. Οι θεοί συνυπάρχουν, και οι πιστοί μπορούν να λατρεύουν όποιους θέλουν. Δεν θα καθίσουν να τσακωθούν για το ποιος είναι καλύτερος. Οι μονοθεϊστικές θρησκείες αντίθετα διεκδικούν το μονοπώλιο της θεϊκής εύνοιας και βλέπουν με καχυποψία, συχνά με εχθρότητα, τους οπαδούς άλλων δογμάτων. Η οργιαστική λατρεία του Βάκχου έχει επίσης κάτι κοινό με το Κάμα Σούτρα, που αποτελεί συστατικό στοιχείο σε κάποιες ινδουιστικές λατρείες
Ο φονταμενταλισμός, έκφραση αναζωπυρωμένου θρησκευτικού αισθήματος, αναπτύσσεται είτε στους κόλπους του επίσημου δόγματος (Ισλάμ) είτε κυρίως σαν αίρεση (Χριστιανισμός και Ιουδαϊσμός, αλλά και Ισλάμ. Γράψαμε για τους Ασασίνους). Από εκεί και ύστερα αρχίζει το μακελειό. Οι ιδιαίτερα θρησκευόμενοι των επισήμων χριστιανικών δογμάτων αποτελούν μάλλον μικρό ποσοστό στο σύνολο των πιστών.
Τόσο ο Βουδισμός, αλλά κυρίως ο Ινδουισμός, αποτελούν σήμερα καταφύγιο σε πολλούς που ψάχνονται, ζητώντας την παρηγοριά που προσφέρει η θρησκεία. Ο Βουδισμός ήταν μια μόδα τον προηγούμενο αιώνα (Καζαντζάκης), τώρα η μόδα αυτή έχει περάσει στον Ινδουισμό. (Χάρε Κρίσνα, Σάιντ Μπάμπα κ.λπ.).
Το βιβλίο για την τρομοκρατία ήταν αρκετά καλό. Αμερόληπτο (σχεδόν, γιατί ο Γάλλος συγγραφέας έχει μια μικρή προκατάληψη για τους αλγερινούς τρομοκράτες κατά τον αγώνα για την απελευθέρωση), δίνει μια αρκετά αντικειμενική εικόνα της κατάστασης. Βαφτίζουμε τρομοκράτη τον εχθρό, ενώ ο φίλος είναι αγωνιστής της ελευθερίας, επαναστάτης, κ.λπ. Χρησιμοποιούμε λέξεις με αρνητικές και θετικές συνυποδηλώσεις (ή συνδηλώσεις, θα συμφωνήσουμε καμιά φορά πώς να μεταφράσουμε τον όρο connotation;), ανάλογα, για να εκφράσουμε το ίδιο πράγμα. Μόνο εμείς οι Έλληνες δεν διστάσαμε να περιβάλλουμε με θετικές συνυποδηλώσεις τους κλέφτες, όχι των επικουρικών ταμείων αλλά αυτούς που πολέμησαν τους τούρκους.
Το βιβλίο για την ψυχανάλυση, πολύ καλογραμμένο, το διάβασα για να φρεσκάρω γνώσεις. Πιστεύω ότι από όλες τις σχολές ψυχολογίας η ψυχανάλυση έριξε το περισσότερο φως πάνω στις ψυχικές διεργασίες, και οι προσεγγίσεις μου στα λογοτεχνικά κείμενα οφείλουν πολλά στην ψυχαναλυτική κριτική.

Μπάμπης Δερμιτζάκης, 24-11-2007

Monday, November 12, 2007

Dominique Sourdel, Ισλάμ

Για να μη σκεπάσω με δικό μου κείμενο χθεσινή ανάρτηση, το δημοσιεύω στο blog μου, στο οποίο παραπέμπω
http://hdermi.blogspot.com/2007/11/dominique-sourdel.html

Sunday, November 11, 2007

Σμήνος

Το Σμήνος, ο Potter, o DaVinci... και τ' αποδέλοιπα


<< Μόλις ολοκλήρωσα την ανάγνωση του μυθιστορήματος «Το Σμήνος» του Γερμανού Φρανκ Σέτσινγκ και αισθάνομαι αδήριτη την ανάγκη να γράψω κάποια σχόλια για το βιβλίο, όχι τόσο για να κάνω μια κριτική ανάλυση του ίδιου του έργου (κριτικός λογοτεχνίας δεν είμαι εξάλλου), όσο για να εκφράσω την αγωνία μου για το αδιέξοδο του σύγχρονου μυθιστορήματος και του αγοραίου λόγου, από την οπτική γωνία ενός απλού αναγνώστη… ή, ακολουθώντας μια λιγότερο απόλυτη και δογματική στάση, να επισημάνω τη νέα τροπή που έχει πάρει η σύγχρονη λογοτεχνία. Με τι έχουμε να κάνουμε εδώ, λοιπόν; Αντιμετωπίζουμε άλλη μια περιπέτεια μυστηρίου και φαντασίας που έτυχε ευρείας αποδοχής από το διεθνές βιβλιόφιλο κοινό και «οφείλουμε» κι εμείς να τη διαβάσουμε για να τροφοδοτήσουμε την ψευδαίσθηση ότι παραμένουμε μες στα πράγματα και τις εξελίξεις της διεθνούς λογοτεχνίας… ή μάλλον του φαινομένου: best seller. Με άλλα λόγια, «οφείλουμε» να μπούμε κι εμείς μες στο «σμήνος» των απανταχού της γης αναγνωστών και να ακολουθήσουμε την πορεία αυτού του «σμήνους», όπου κι αν κατευθύνεται. Το φαινόμενο έχει ως εξής: Υπάρχει μια κρίσιμη μάζα «αναγνωστών της παραλίας» που μετατρέπει ένα νεοεκδοθέν βιβλίο σε best-seller για λόγους που αρχικά είναι μυστήριοι και σκοτεινοί, μα που –αν κάποιος με σχολαστική διάθεση και γνώσεις βασικής Ψυχολογίας καταπιαστεί να αναλύσει- αίφνης γίνονται όλο και πιο ξεκάθαροι και έκδηλοι υπό το φως της απλής λογικής. Στη συνέχεια έχουμε το φαινόμενο του «καταρράκτη»: η κρίσιμη αυτή μάζα που απαιτείται για τη μετατροπή ενός βιβλίου σε best-seller συνιστά τον πυρήνα και συμπαρασύρει με γεωμετρική πρόοδο και άλλους αναγνώστες σχηματίζοντας ένα συσσωμάτωμα. Το συσσωμάτωμα δρα ενισχυτικά στην προσκόλληση και άλλων αναγνωστών γύρω του και σχηματίζει έναν όγκο. Κι ο όγκος αυτός μεγαλώνει τόσο πολύ που νομοτελειακά δεν μπορεί να αυτοσυντηρηθεί και τελικά αρχίζει να διαλύεται σιγά – σιγά για να αφήσει τον αμερόληπτο χρόνο να τον χωνέψει στο διάβα του και να του προσδώσει τις πραγματικές διαστάσεις που θα έπρεπε εξαρχής να έχει. Θα αναρωτηθεί κανείς: «Μα γιατί είναι τόσο κακό να διαβάζει κανείς κάτι που είναι στη μόδα; Εξάλλου, ακόμη και η ανάγνωση του χειρότερου βιβλίου είναι καλύτερη από τη μη-ανάγνωση». Και θα έχει δίκιο. Κανείς δεν είπε πως διαβάζοντας ένα βιβλίο όπως είναι «Το Σμήνος» χαραμίζει το χρόνο του. Τουναντίον, είναι μια ενασχόληση απείρως πιο εποικοδομητική και «ψυχ-αγωγική» από τα διάφορα shows και realities της τηλεόρασης. Υπάρχει, όμως, μια προϋπόθεση για την ορθολογική θέαση του βιβλίου αυτού (καθώς και κάθε άλλου παρόμοιας θεματολογίας): η κριτική ματιά και η μερική αποδοχή των κεντρικών ιδεών του βιβλίου. Στη διεθνή λογοτεχνία των τελευταίων λίγων ετών ζήσαμε διαφόρων ειδών μαζικές τάσεις που κατέληγαν σε υστερικές κοσμοθεωρήσεις πυροτεχνηματικής διάρκειας. Δεν θα πάω πολύ πίσω στο χρόνο, παρά μόνο όσο φτάνει με μια μικρή δρασκελιά η μνήμη μου… >>

Απόσπασμα από την ενότητα : Μια κρίση - κριτική για το "Σμήνος", τον "Harry Potter" τον "Κώδικα DaVinci"... και τ' αποδέλοιπα φρούτα της σύγχρονης λογοτεχνίας, που είναι δημοσιευένη στο forum του lexima.gr

Για να διαβάσετε όλο το κείμενο του μέλους PanosSim αλλά και τις ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

Σημ. 1) εκεί μπορείτε να γράψετε τις δικές σας τοποθετήσεις για το θέμα
2) με την ευκαιρία και εκ μέρους της συντακτικής ομάδας του Λέξημα, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το λογοτεχνικό περιοδικό Λέξημα ΔΕΝ έγινε για να ευλογήσουν τα γένια τους κάποια συγκεκριμένα άτομα, αλλά, για να δωθεί ένα νέο βήμα σε ανθρώπους που έχουν να πούν κάτι νέο και ουσιαστικό και η κύρια φροντίδα της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού είναι να εξετάζει την ύπαρξη "επιχειρηματολογίας" στο προς δημοσίευση υλικό.

Thursday, October 25, 2007

Βιβλιοπαρουσίαση πεζογραφίας: "Και το λίγο φως τη νύχτα φτάνει" του Ματ Κοέν


Με τον διακριτό και εύγλωττο τίτλο «Ξεσκονίζοντας Τη Βιβλιοθήκη μας» συνεχίζεται να παρουσιάζεται στο Λέξημα η νέα υποκατηγορία παρουσίασης βιβλίων πεζογραφίας που αντέξανε στο χρόνο.
Η ιδέα, οι επιλογές και τα κείμενα είναι του φίλου Πάτροκλου Χατζηαλεξάνδρου, γνωστού από το προσωπικό, μη κερδοσκοπικό, λογοτεχνικό του Στέκι Περί...Γραφής
Περί-γραφής
(http://www.peri-grafis.com) που παρουσιάζει το βιβλίο του Ματ Κοέν: «...Και Το Λίγο Φως Τη Νύχτα Φτάνει...» με τίτλο πρωτοτύπου “Elizabeth And After…" σε μετάφραση της Βίκυς Σταματάκη. Ο Εκδοτικός Οίκος είναι η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ και το έτος A' έκδοσης ήταν το 2000. Σελίδες: 320

Διαβάστε ένα απόσπασμα:

Οι διακοπές τελειώσανε και ξαναγυρνάμε φρέσκοι πίσω στη ρουτίνα της πόλης, ρουτίνα όμως που μπορεί να μετριάζεται ή και να ξεχνιέται τελείως όταν διαβάζει κανείς ένα καλό βιβλίο. Τούτο τον μήνα λοιπόν έχω τη χαρά να παρουσιάζω ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα ποτέ, -με άνεση θα το ενέτασσα στα είκοσι κορυφαία αναγνώσματά μου. Πρόκειται για το «...Και Το Λίγο Φως Τη Νύχτα Φτάνει...» του Ματ Κοέν.
Αρπάζω την ευκαιρία να ξεκαθαρίσω πως δρω εντελώς παρορμητικά κι αυθόρμητα, μιας κι έχω την απόλυτη ελευθερία της επιλογής του εκάστοτε προς παρουσίαση βιβλίου, από το σύνολο των αγαπημένων αναγνωσμάτων μου κι έτσι, φυσικά και μου αρέσουν όλα όσα παρουσίασα και θα παρουσιάσω στο μέλλον. Απλά, μερικά τα ξεχωρίζω λιγάκι περισσότερο. Θα κλείσω τούτη τη παρένθεση λέγοντας πως ο αρχικός μου σκοπός ήταν να παρουσιάσω κλασσικούς συγγραφείς και τίτλους κι η αρχή με τον Ονορέ Ντι Μπαλζάκ και το «Άγνωστον Αριστούργημά» του, το μαρτυρά. Μα ύστερα σκέφτηκα πως όλοι μας λίγο-πολύ, έχουμε ακούσει έστω και κάτι, για τους Φλωμπέρ, Σταντάλ, Ντοστογιέφσκη κ.λπ. ενώ π.χ. για τον καημένο -εκπληκτικό- Ματ Κοέν, είμαι βέβαιος πως αρκετοί από μας -κι εγώ πρώτος απ' όλους- δεν είχαμε πάρει καν μυρωδιά πως υπήρξε κι έγραψε. Έτσι αποφάσισα να παρουσιάζω σε τούτο τον πρώτο κύκλο, μερικά από κείνα τα βιβλία που βρίσκονται καθ' οδόν -κατά τη προσωπική μου γνώμη- προς τα μελλοντικά κλασσικά αναγνώσματα.
Ε λοιπόν ο Ματ Κοέν υπήρξε κι έγραψε μεταξύ άλλων το “Elizabeth And After” -που προσωπικά θα το προτιμούσα σα τίτλο, από την ελληνική του εκδοχή- και που το διάβασα και μαγεύτηκα. Πρόκειται για ένα χρονικό οδοιπορικό με κεντρικόν άξονα μια γυναίκα, την Ελίζαμπεθ και μια σειρά λεπτοπλόκων ιστοριών που στήνονται τριγύρω, πάνω και μέσα της και που όταν αυτή αφήνει τούτο τον κόσμο, θαρρείς και χάνεται το κοντάρι σ' αυτό το γαϊτανάκι κι οι ιστορίες τείνουν να διασπαστούνε φυγοκεντρικά, αλλά όχι αμέσως, μιας κι η δύναμη της συνήθειας και της γυναίκας αυτής, τις κρατά ακόμα κοντά. Όταν όμως πια διασπώνται σχηματίζουν νέους μικρούς καμβάδες, μικρότερης όμως ισχύος.
Η ηρωίδα, που από την αρχή γνωρίζουμε πως έχει πια χαθεί, είναι μια ικανή, δυνατή, ερωτική και μαχητική γυναίκα, παγιδευμένη κι η ίδια στον ίδιο τον καμβά της, επιδρά στους γύρω της όσο ζει και μάλιστα θετικά κυρίως κι όταν χάνεται, ο κόσμος γύρω της αναζητά απεγνωσμένα, να βρει το χαμένο κέντρο του, ένα νέο επίκεντρο.
(απόσπασμα)

Για να διαβάσετε ολόκληρη την παρουσίαση κάντε κλικ εδώ

Saturday, October 20, 2007

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η Μανία

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία.

Τελειώνοντας την ανάγνωση του μυθιστορήματος μού ήλθε στο νου αυτός ο χαρακτηρισμός: αφηγηματικό ζάπινγκ. Γράφοντας την εποχή του μεταμοντερνισμού ο Φώκνερ χρησιμοποιεί διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές σε κάθε ένα από τα τέσσερα κεφάλαια του έργου. Στο πρώτο έχουμε τη λεγόμενη «stream of consciousness», τη ροή της συνείδησης στον εσωτερικό μονόλογο ενός διανοητικά καθυστερημένου νέου. Μου θύμισε τον «Λούσια» του Νίκου Χουλιαρά. Στο δεύτερο έχουμε επίσης τον εσωτερικό μονόλογο του ενός από τους δυο αδελφούς του. Διαταραγμένη προσωπικότητα, ο αδελφός αυτός θα αυτοκτονήσει. Με εξαίρεση το θαυμάσιο και σχετικά εκτενές μέρος όπου αφηγείται την περιπέτειά του με το μικρό κοριτσάκι των Ιταλών εμιγκρέδων, η αφήγηση αποτελείται από σύντομα σπαράγματα μνήμης και θραύσματα σκέψεων. Στο τρίτο μέρος ο Φώκνερ εγκαταλείπει τον μοντερνισμό για τον μεταμοντερνισμό της διαυγούς αφήγησης, σαν αυτής του μυθιστορήματος των κλασικών του 19ου αιώνα, αν και έχουμε επίσης πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όχι ενός ατόμου διαταραγμένου ψυχικά αλλά ενός σχετικά ισορροπημένου ατόμου, γι αυτό και με περισσότερη συνοχή. (Ψυχικά ισορροπημένου, γιατί ηθικά, άστα να πάνε στο διάβολο. Έβαλε χέρι στα λεφτά της ανηψιάς του, μέχρι που αυτή του τα βούτηξε, παίρνοντας για τόκο και τις δικές του οικονομίες). Στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, την κυρίαρχη αφήγηση του ρεαλιστικού μυθιστορήματος, επιστρέφουμε στο τέταρτο μέρος, με εστίαση στο πρόσωπο της μαύρης υπηρέτριας, «του μόνου θετικού προσώπου του μυθιστορήματος», όπως γράφει το αυτί του εξωφύλλου. (Αλλά για στάσου, δηλαδή ο ΑΜΕΑ είναι από χέρι αρνητικός;)
Ο χρόνος της αφήγησης είναι ένα ζιγκ ζαγκ. Μετά το πρώτο μέρος που επιγράφεται «Απριλίου 7η, 1928» έχουμε μια αναδρομή 18 χρόνων με τίτλο «Ιουνίου 2α, 1910. Στο τρίτο μέρος πηγαίνουμε μια μέρα πριν από το πρώτο μέρος, την «Απριλίου 6η, 1928» για να πηδήσουμε στο τέταρτο στην «Απριλίου 8η, 1928». Τουλάχιστον το τέλος είναι στη σωστή του θέση.
Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές μου έρχεται η σκέψη μήπως το κίνημα του μεταμοντερνισμού οφείλεται στο φαινόμενο του εθισμού. Ο κόσμος, συγγραφείς και αναγνώστες, είχαν βαρεθεί πια να διαβάζουν και να γράφουν όπως τον 19ο αιώνα, και αναζήτησαν νέους τρόπους γραφής. Ίσως να υπερβάλλω, αλλά ένα άρθρο του Άρθουρ Καίσλερ με τίτλο «Ο εθισμός στην τέχνη», το οποίο διάβασα μαθητής, με εντυπωσίασε ιδιαίτερα, και έχω την τάση να το χρησιμοποιώ σαν ερμηνευτικό pass- partout σε πολλά φαινόμενα. Και επειδή κάθε αλλαγή δεν σημαίνει αναγκαστικά και πρόοδο (στο νου μου, σαν εκπαιδευτικός, μου έρχονται οι κατά καιρούς διατυμπανιζόμενες μεταρρυθμίσεις στην παιδεία), γι αυτό και το κίνημα του μοντερνισμού δεν ρίζωσε, και οι συγγραφείς σήμερα έχουν επιστρέψει στην αφηγηματική διαύγεια των κλασικών (αν μπορούσαν ας έκαναν και αλλιώς, τα βιβλία τους θα έμεναν στα αζήτητα.)
Το έργο πραγματεύεται την πτώση μιας οικογένειας του Αμερικανικού Νότου. Και μου έρχεται μια ακόμη σκέψη: Γιατί μαγεύονται οι συγγραφείς τόσο με την «πτώση»; Η λέξη «Πτώση» υπάρχει σαν τίτλος σε έργο του Καμύ, και βρίσκεται επίσης στον τίτλο ενός έργου του Έντγκαρ Άλλαν Πόε («Η πτώση του οίκου των Άσερ»). Αλλά η ιστορία με την πτώση ξεκινάει πιο παλιά, από τις τραγωδίες, με την πτώση του οίκου των Ατρειδών και των Λαβδακιδών. Ο Τόμας Μαν μας αφηγήθηκε επίσης την πτώση των Μπούντενμπρουκς», και ο Μάρκες την πτώση μιας άλλης οικογένειας στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς». Υπάρχουν κι άλλες, κάπου έχω ξαναγράψει, δεν θυμάμαι πού. Και τώρα που ξαναδιαβάζω αυτό το κείμενο για να το διορθώσω θυμάμαι και το «Μυστικό της κοντέσας Βαλαίρενας» του Ξενόπουλου.
Διαβάζοντας τη βιογραφία του συγγραφέα (καταθλιπτικός και αλκοολικός) κάνω τη σκέψη ότι οι Αμερικανοί πεζογράφοι είναι, σαν τους καταραμένους ποιητές, καταραμένοι πεζογράφοι. Πρόσφατα διάβασα ένα δείγμα από δυο απ’ αυτούς. Ξεκινώντας από τον «Τρούμαν», έχοντας σαν ερέθισμα την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία αλλά και ένα ντοκιμαντέρ στο κανάλι της βουλής, διάβασα το «Πρόγευμα στο Τίφανις» και μια αρκετά εκτενή βιογραφία. Στη συνέχεια Κερουάκ. Ερέθισμα: ένα βιογραφικό ντοκιμαντέρ, πάλι στο κανάλι της βουλής. Αντίδραση: «Στο δρόμο», από τη βιβλιοθήκη του Βήματος. Φίτζεραλντ δεν έχω διαβάσει ακόμη, αλλά ξέρω για τη ζωή του. Και κοίτα να δεις άγνοια, ξαναδιαβάζοντας τώρα στη Wikipedia τη βιογραφία του, είδα ότι αυτούς τους πεζογράφους τους χαρακτήρισαν συλλήβδην ως «η χαμένη γενιά». Ο Χέμινγουεη φαινόταν ο πιο ισορροπημένος, αλλά και αυτός δεν την γλύτωσε. Σαν τον Τζακ Λόντον αυτοκτόνησε. Και πρόσφατα διάβασα στη «Θεραπεία του Σοπενάουερ» του Ίρβιν Γιάλομ (αργότερα θα γράψω δυο λογάκια και γι αυτήν) ότι ο Χεμινγουέη είχε δηλώσει «Εμένα ο ψυχαναλυτής μου είναι η γραφομηχανή μου». Για πολλά χρόνια φαίνεται ότι αυτός ο ψυχαναλυτής τον στήριζε, όμως στο τέλος τον πρόδωσε. Βρισκόταν στην Κούβα όταν πήρε ένα κυνηγετικό όπλο και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, στα εξήντα δύο του.
Ρε μπας και το keyboard στο κομπιούτερ μου είναι ο δικός μου ψυχαναλυτής; Αν ναι, να πάρω ένα καλύτερο, έτσι, για σιγουριά. Και αυτό βέβαια καλό είναι, ασύρματο, αλλά φτηνιάρικο.

Μπάμπης Δερμιτζάκης 20-10-2007

Sunday, October 14, 2007

Το Λέξημα στηρίζει την πρωτοβουλία Blog Action Day για το περιβάλλον

Το Λέξημα συμμετέχει στο BLOG ACTION DAY με ευαισθησία για το περιβάλλον δημοσίευοντας ένα προφητικό παραμύθι. Είναι το "παραμύθι του αύριο" από τα οικολογικά παραμύθια της συλλογής του Μπάμπη Δερμιτζάκη "Ο χορός της βροχής".






Sunday, October 7, 2007

Φραντς Κάφκα, Η μεταμόρφωση

Φράντς Κάφκα (1883-1924), Η μεταμόρφωση.

Τη «Δίκη» και το «Κάστρο» τα διάβασα πριν πάρα πολλά χρόνια. Στη βιογραφία του Κάφκα με είχε εντυπωσιάσει το γεγονός ότι σώθηκαν σαν από θαύμα. Ετοιμοθάνατος ο Κάφκα, είχε παρακαλέσει το φίλο του και μετέπειτα βιογράφο του Max Brod να καταστρέψει τα χειρόγραφα. Αυτός πήγε στην κόλαση γιατί αγνόησε την επιθυμία του φίλου του, αλλά ο Δάντης μεσολάβησε και μεταφέρθηκε στον παράδεισο, γιατί πρόσφερε στην ανθρωπότητα δυο από τα μεγαλύτερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας: Τη «Δίκη», η οποία εκδόθηκε ένα χρόνο μετά το θάνατο του συγγραφέα, και τον «Πύργο», που εκδόθηκε μετά από δυο χρόνια.
Η «Μεταμόρφωση» βρισκόταν επί χρόνια στο ράφι των τύψεων, μέχρι που πρόσφατα αποφάσισα να τη διαβάσω, πριν ένα μήνα περίπου. Αυτό που γράφει η Wikipedia, ότι οι πρώτες γραμμές της έχουν γίνει διάσημες και παρατίθενται συχνά, είναι κάτι που το έχω επιβεβαιώσει εδώ και πολλά χρόνια:
As Gregor Samsa awoke one morning from uneasy dreams he found himself transformed in his bed into a gigantic insect. The original German is this:
Als Gregor Samsa eines Morgens aus unruhigen Träumen erwachte, fand er sich in seinem Bett zu einem ungeheueren Ungeziefer verwandelt.
Πριν ξεκινήσω να γράφω αυτές τις γραμμές είπα να ρίξω μια ματιά στην Encyclopaedia Britannica, στη βιογραφία του συγγραφέα. Από εκεί επιλέγω δυο φράσεις που φωτίζουν ένα από τα βασικά θέματα του έργου: την απελπισία του Κάφκα που δεν γνώρισε την αποδοχή και την αγάπη του πατέρα του. Η απελπισία αυτή εκδραματίζεται σε τρία από τα διηγήματα της συλλογής. Οι φράσεις αυτές είναι: (για τον πατέρα του) belonged to a race of giants and was an awesome, admirable, but repulsive tyrant. Και: may be sought after and begged in vain for approval. Αναζητάει την επιδοκιμασία του, γράφει η Encyclopaedia Britannica, ενώ πιο σωστό νομίζω είναι ότι αναζητάει την αγάπη του.
Η αναζήτηση της πατρικής αγάπης και επιδοκιμασίας μοιάζει με μια απωθημένη επιθυμία, που εμφανίζεται μεταφιεσμένη, σαν νευρωσικό σύμπτωμα, στο φανταστικό των διηγημάτων του. Αλλά, τώρα που το σκέφτομαι, μήπως η λογοτεχνία ολόκληρη δεν είναι παρά μια μεταμόρφωση απωθημένων λίγο πολύ επιθυμιών, οι οποίες όμως, όπως κάθε απώθηση, πασχίζουν ταυτόχρονα να αποκαλυφτούν αλλά και να κρυφτούν, σαν νευρωσικό σύμπτωμα;
Τρία από τα διηγήματα αποκαλύπτουν, υπό το φως της βιογραφίας, τη θεματική αυτή. Είναι χαρακτηριστικό το τέλος του διηγήματος που δίνει τον τίτλο στη συλλογή. Παρουσιάζεται η οικογένεια του μεταμορφωμένου σε έντομο ήρωα να νοιώθει ανακουφισμένη μετά το θάνατό του. Στην «Κρίση» ο ήρωας σιγοφωνάζει πέφτοντας από τη γέφυρα για να αυτοκτονήσει: « ‘Αγαπημένοι μου γονείς, κι όμως πάντοτε σας αγαπούσα’. Εκείνη τη στιγμή η κυκλοφορία πάνω στη γέφυρα ήταν αφάνταστα μεγάλη». Έτσι τελειώνει το διήγημα.
Όμως το φαινόμενο της μεταμφίεση της απωθημένης επιθυμίας που αγωνίζεται να βγει στο φως δεν εκφράζεται πουθενά πιο χαρακτηριστικά από ότι στο διήγημα «Οι έντεκα γιοι».
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά πρωτότυπο διήγημα. Έχουμε έναν πατέρα να παρουσιάζει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση τα πορτρέτα των έντεκα γιων του, ενώ απουσιάζει παντελώς η πλοκή. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν διδακτικό υλικό στη διδασκαλία της προσωπογραφίας. Ο Κάφκα στον ενδέκατο γιο δίνει το δικό του πορτρέτο, την αυτοπροσωπογραφία του. «Μερικές φορές με κοιτάζει σα να θέλει να μου πει: θα σε πάρω μαζί μου πατέρα. Κι εγώ σκέφτομαι: Είσαι ο τελευταίος που θα εμπιστευόμουν». Υπάρχει καλύτερη έκφραση της αγάπης του γιου, αλλά και της απόρριψής του από τον πατέρα; Τα υπόλοιπα δέκα πορτρέτα λες και φτιάχτηκαν για να μπερδέψουν τον αναγνώστη ως προς τη σημασία του τελευταίου.
Η θεματική αυτή εντάσσεται στη γενικότερη θεματική της οποίας αποτελεί υποκατηγορία, όχι μόνο αυτών των διηγημάτων, αλλά και του συνολικού έργου του Κάφκα: τη θεματική της ματαίωσης, της αποτυχίας, είτε αυτή αναφέρεται στον έρωτα, όπως στο συντομότατο (μιας σελίδας) διήγημα «Στη γαλαρία», είτε γενικά στη ζωή, όπως στο «Ένας αγροτικός γιατρός». Τα έργα του Κάφκα, κινούμενα στα όρια του φανταστικού, αποτελούν μια αλληγορία του πραγματικού.

Μπάμπης Δερμιτζάκης, 7-10-2007

Saturday, October 6, 2007

David Lodge, Σκέψεις, σκέψεις...

Σαν εισαγωγή

Στο Λέξημα γράφω βιβλιοκριτικές. Αυτές πρέπει να ανταποκρίνονται σε κάποια στάνταρντ. Ένα από αυτά είναι η έκταση. Συχνά όμως διαβάζω βιβλία για τα οποία θα ήθελα να γράψω δυο λογάκια, όχι όμως στην έκταση μιας βιβλιοκριτικής, και με το φροντισμένο ύφος της. Ακόμη, οι βιβλιοκριτικές μου πρέπει να περιμένουν τη σειρά τους. Έτσι, σχολιάζοντας το θέμα στη συντακτική ομάδα πρότεινα να γράφω δυο πραγματάκια στο blog του Λέξημα για τα βιβλία που διάβασα πρόσφατα και για τα οποία δεν σκοπεύω, ή καλύτερα δεν έχω διάθεση, να γράψω βιβλιοκριτική. Η πρόταση έγινε αποδεκτή, και ξεκινάω. Έχω να γράψω για κάμποσα βιβλία, τα περισσότερα από τη βιβλιοθήκη του «Βήματος» (χαρτόδετα, μόνο με πέντε ευρώ, από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας). Θα αρχίσω από το πιο πρόσφατο, που το τέλειωσα μόλις χθες. Είναι το «Σκέψεις, σκέψεις…» (αγγλικός τίτλος Thinks) του David Lodge, όχι από τη βιβλιοθήκη του Βήματος αλλά από τη σειρά «Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη» των εκδόσεων Bell, 2001. (Ναι, το αγόρασα πριν κάποια χρόνια, και τώρα αξιώθηκα να το διαβάσω).
O David Logde γεννήθηκε το 1935, και τώρα είναι επίτιμος καθηγητής (δηλαδή συνταξιούχος). Δίδαξε επί χρόνια Λογοτεχνία. Έχει γράψει πολλά έργα θεωρίας της Λογοτεχνίας. Τρία από αυτά το χρησιμοποίησα στο διδακτορικό μου. (The art of Fiction, London 1992, Penguin. The modes of modern writing, London 1977, Edward Arnold. The language of Fiction, London 1966, Routledge and Kegan. Κάνω copy and paste από τη βιβλιογραφία του διδακτορικού μου).
Επίσης έχει γράψει έντεκα μυθιστορήματα μέχρι το «Thinks». Το πρώτο που διάβασα ήταν το «Small world», («Μικρός είναι ο κόσμος» στα ελληνικά), και με ενθουσίασε τόσο που έγραψα μια βιβλιοκριτική που δημοσιεύτηκε στο «Διαβάζω». Ο έξυπνος τρόπος γραφής και το χιούμορ είναι αρετές που πάντα μου άρεσαν σε ένα βιβλίο. Έτσι διάβασα και όλα όσα έχουν κυκλοφορήσει μέχρι τώρα στα ελληνικά.
Τα μυθιστορήματά του κατατάσσονται στο είδος «πανεπιστημιακό μυθιστόρημα». Κι αυτό γιατί οι ήρωές του, οι περισσότεροι τουλάχιστον, είναι πανεπιστημιακοί, και σ’ αυτά περιγράφεται η ζωή και η ατμόσφαιρα στα πανεπιστήμια. Τα περιστατικά που αναφέρει, κάποιος άλλος θα τα είχε πραγματευθεί με σαρκασμό, αυτός όμως τα πραγματεύεται με καλοπροαίρετο χιούμορ. Τα ξενοπηδήματα, οι επαγγελματικές αντιζηλίες και οι διάφορες ίντριγκες συνιστούν το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής.
Να γράψουμε λοιπόν δυο λογάκια για το «Σκέψεις, σκέψεις…»
Η πλοκή αναφέρεται στις εξωσυζυγικές σχέσεις του Μέσσεντζερ και της γυναίκας του, της Κάρι. Οι δυο κύριοι ήρωες οι οποίοι σηκώνουν το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης είναι ο Μέσσεντζερ και η Έλεν, μια συγγραφέας που πρόσφατα σκοτώθηκε ο άντρας της και διδάσκει ως επισκέπτρια καθηγήτρια δημιουργική γραφή. Και τι σύμπτωση!!! Διαβάζοντας το μυθιστόρημα μιας από τις μαθήτριές της ανακαλύπτει ότι η μαθήτρια αυτή είχε πηδηχτεί με τον άντρα της. Στην αρχή εξοργίζεται, μετά όμως συμβιβάζεται με τη σκέψη.
Ο Μέσσεντζερ κάποια στιγμή μαθαίνει ότι πιθανόν να έχει καρκίνο στο συκώτι. Η λίμπιντό του καταρρέει. Μετά από κάποιες μέρες αγωνίας μαθαίνει ότι ευτυχώς επρόκειτο για μια απλή κύστη.
Δεν τελειώνουν όμως όλα με happy end. Ένα από τα πρόσωπα του έργου που θεωρείται ύποπτο για διακίνηση παιδικής πορνογραφίας, μπροστά στο σκάνδαλο και τον ατιμασμό προτιμά να αυτοκτονήσει. Τελικά αποδεικνύεται υπερβολική η ευαισθησία του, αφού το πορνογραφικό υλικό που βρίσκεται στο κομπιούτερ του δεν είναι παρά φωτογραφίες μικρών κοριτσιών, όχι όμως σε σεξουαλική πράξη.
Πάνω σε τέτοιου είδους επεισόδια περιστρέφεται η πλοκή, που με το σασπένς που ενυπάρχει σε κάθε πλοκή κρατάει την προσοχή του αναγνώστη, ώστε να μη βαρεθεί τα δοκιμιακά κομμάτια του έργου, συζητήσεις κυρίως των ηρώων του, πάνω στην τεχνητή νοημοσύνη. Αποτελούσε το θεωρητικό ενδιαφέρον του Lodge εκείνη την εποχή, και διάβασε ένα σωρό σχετικά βιβλία, τα οποία παραθέτει επιλογικά στις «Ευχαριστίες».
Το πιο ενδιαφέρον για μένα στο μυθιστόρημα αυτό είναι η αφηγηματική του τεχνική. Ενώ το κλασικό ρεαλιστικό μυθιστόρημα επιλέγει συνήθως μια αφήγηση, είτε την πρωτοπρόσωπη είτε την τριτοπρόσωπη, τα σύγχρονα μυθιστορήματα καταφεύγουν σε πιο σύνθετες αφηγηματικές τεχνικές, με πολλούς αφηγητές, πολλά είδη γραφής, με κάθε είδος να διαθέτει τις στυλιστικές του ιδιαιτερότητες. Αυτή την τεχνική, σε τόσο ευρεία έκταση, την συνάντησα για πρώτη φορά στον John dos Passos (1996-1970). Ανάλογο στην ποίηση, και στα καθ’ ημάς, είναι το «Άξιον εστί» του Ελύτη.
Έτσι λοιπόν, στο έργο αυτό του Lodge συναντάμε την «ροή συνείδησης» (stream of consciousness), αλλά με ένα ρεαλιστικά πρωτότυπο τρόπο ελεύθερου συνειρμού. Ο Μέσσεντζερ, για να μελετήσει τη συνείδηση, καταγράφει αυθόρμητα τις σκέψεις που του έρχονται σε ένα μαγνητοφωνάκι, με σκοπό να τις απομαγνητοφωνήσει και να τις μελετήσει αργότερα. Βέβαια ο χαρακτήρας αυτός του ελεύθερου συνειρμού χάνεται στα τελευταία αποσπάσματα, όπου οι σκέψεις του ήρωα έχουν μεγαλύτερη συνοχή και σχετίζονται πιο άμεσα με την πλοκή. Όμως στην αρχή αυτοί οι συνειρμοί είναι αρκετά ελεύθεροι ώστε να αναφέρεται και στα ξενοπηδήματά του.
Η Έλεν αντίθετα χρησιμοποιεί ημερολόγιο. Ο Μέσσεντζερ δεν θα τολμούσε ποτέ να είναι τόσο αποκαλυπτικός σε ημερολόγιο. Το ημερολόγιο διατρέχει πάντοτε τον κίνδυνο να διαβαστεί από κάποιον που δεν πρέπει. Και ο Lodge αξιοποιεί το ενδεχόμενο αυτό για να προωθήσει την πλοκή: Ο Μέσσεντζερ, περιμένοντας την Έλεν, δεν αντιστέκεται στον πειρασμό και του ρίχνει μια ματιά (βρίσκεται σε αρχεία του υπολογιστή της). Έτσι θα μάθει ότι η γυναίκα του τον απατά. Σοκάρεται, αλλά μετά σκέπτεται ότι τελικά η περίπτωση είναι «μια σου και μια μου», και το αντιμετωπίζει πιο στωικά. Δεν θα χωρίσει. Και ο Λοτζ, επειδή δεν θέλει να αφήσει ούτε την Έλεν μόνη, στο «Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» μας λέει, στην τελευταία παράγραφο, ότι και η Έλεν βρήκε το σύντροφό της, ένα συγγραφέα λογοτεχνικών βιογραφιών.
Με τις φωνές των δύο ηρώων εναλλάσσεται και η κλασική τριτοπρόσωπη αφήγηση, όπου ο συγγραφέας μας δίνει πληροφορίες που δεν θα μπορούσαν ίσως να μας δώσουν οι ήρωες. Υπάρχει ακόμη και η ομιλία της Έλεν για το πώς βλέπει την τεχνητή νοημοσύνη μια μυθιστοριογράφος, καταληκτήρια στο σχετικό συνέδριο. Όμως η πιο μεγάλη υφολογική πρωτοτυπία είναι η παράθεση, σε δυο σημεία του βιβλίου, ανταλλαγής email, με τον χαρακτηριστικό λογότυπο, τον αφρόντιστο τρόπο γραφής και τα ορθογραφικά λάθη που χαρακτηρίζουν τα email.
Είπα πολλά, γιατί το βιβλίο το διάβασα πρόσφατα. Για τα υπόλοιπα βιβλία, που τα διάβασα το καλοκαίρι εν είδει βιβλιοθεραπείας, θα γράψω λιγότερα. Όμως για να μη φορτώσω αυτό το κείμενο τα αφήνω για άλλη φορά.

Μπάμπης Δερμιτζάκης
Αθήνα 6-10-07,

Sunday, September 16, 2007

Βιβλιοπαρουσίαση Πεζογραφίας - Αμερικάνικη Φούγκα του Αλέξη Σταμάτη


H Εύη Οικονομίδου παρουσιάζει στο Λέξημα και την κατηγορία Πεζογραφία το βιβλίο "Αμερικάνικη φούγκα" του Αλέξη Σταμάτη από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 403. Διαβάστε ένα απόσπασμα:



Ο Αλέξης Σταμάτης για τον αναγνώστη που διαβάζει ελληνική λογοτεχνία είναι γνωστός και πετυχημένος συγγραφέας και δεν νομίζω φυσικά ότι χρήζει ιδιαίτερων συστάσεων. Έχω ήδη παρουσιάσει στο lexima.gr παλαιότερο μυθιστόρημά του, το δεύτερο σε σειρά έκδοσης, το Μπαρ Φλωμπέρ, στην κατηγορία Πεζογραφία όπου μπορείτε να ανατρέξετε και να το διαβάσετε.
Επίσης, στην κατηγορία Συνεντεύξεις ήδη μας έχει δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που του έθεσα και πρόθυμα ανταποκρίθηκε προς αυτή την κατεύθυνση.

Γοητευτική η γραφή του σε κάθε του βιβλίο. Από αυτό τον κανόνα δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και στο τελευταίο του μυθιστόρημα, την Αμερικάνικη φούγκα. Παρόντα κι εδώ τα γνωστά στοιχεία - αγάπες του: τα μότο γνωστών συγγραφέων, μουσικά κομμάτια, ειδικά ο Bob Dylan, αλλά και ο κινηματογράφος, ειδικά ο Αντονιόνι.

Ο ήρωας είναι Έλληνας συγγραφέας που βρίσκεται στο χειρότερο τέλμα της προσωπικής, συναισθηματικής, επαγγελματικής και συγγραφικής ζωής του. Ψάχνεται, έχει μπλεχτεί στις αδιέξοδες ατραπούς του μυαλού και της μνήμης του. Στέρεψε από δημιουργικότητα. Κι ακριβώς τότε είναι που τον προσκαλούν τυχαία σε πανεπιστημιακό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής στις μεσοδυτικές ΗΠΑ για τρεις μήνες. Θα πάει, αφού απώτερος σκοπός ήταν:
Την ήθελε ξανά αυτή την αίσθηση. Να γράψει ξανά λογοτεχνία, μυθιστόρημα, κάτι έξω από την εφημερίδα.
Η Αμερική θα γίνει μία αποκάλυψη γι΄αυτόν, η Αμερική της εκλογικής αναμέτρησης μεταξύ του Μπους και του Κέρι. Εκεί θα χάσει τον εαυτό του, ή μήπως θα τον βρει; Το πολύπλευρο και πολυεπίπεδο ταξίδι αρχίζει.

Μέσα από τα φαντάσματα της μνήμης που τον στοιχειώνουν και ενός βασανιστικού παρελθόντος θα ωθηθεί να χάσει την ταυτότητά του, να φύγει από τον παλαιό εαυτό του, να περιπλανηθεί στην αμερικάνικη ενδοχώρα σαν ήρωας road movie, να υποδυθεί κάποιον άλλο, να πάρει τη ζωή κάποιου άλλου άντρα μέσα από μία σειρά σημαδιών που θα τον καθοδηγούν και αποκαλύψεων, όσο εν δυνάμει επικίνδυνο μπορεί να αποβεί κάτι τέτοιο.

Έτσι ο συγγραφέας θα πάρει τη θέση του Μαρσέλο, του περίεργου τύπου με τη θεόσταλτη μαύρη Μάσταγκ. Θα γίνει ο ίδιος Μαρσέλο μετά τον θάνατο του ίδιου του Μαρσέλο, θα ιδιοποιηθεί την ταυτότητα του περίεργου άντρα. Αφού παίρνει τη θέση του, μπαίνει στην ζωή, στο σχέδιο και τους στόχους του νεκρού. Και μεταμορφώνεται. Αρχίζει το παιχνίδι της αυτογνωσίας. Παρ΄ όλη την εξάντληση, ένιωθε μία δύναμη μέσα του, μια έντονη ώθηση, σαν κάποιος να τον οδηγούσε να κάνει μια σειρά ενέργειες. Από δω και πέρα θα είναι ταυτόχρονα ο συγγραφέας-δημιουργός της ιστορίας αλλά και ο ήρωάς της που θα ζήσει έντονα, θα μπλεχτεί, θα κινδυνεύσει, θα προβληματιστεί, θα διδαχθεί, θα γνωρίσει περίεργους ανθρώπους και καταστάσεις περιπέτειας. Κάποιοι άνθρωποι που θα συναντήσει ή και αντικείμενα θα είναι καθοδηγητικοί και σημαδιακοί.

Γίνεται άλλος:
Στην ξένη μήτρα, μόνος του-δεν ήθελε ούτε φως. Σταδιακά. Να βγει έξω σταδιακά. Όπως αλλάζει κανείς δέρμα, περιμένοντας τα κύτταρα να αναπαραχθούν. Ένιωθε μουδιασμένος, παράξενα. Ο νέος του κόσμος υπάκουε σε καινούριες αρχές.

Νέα δεδομένα, νέοι δρόμοι, νέο υλικό λόγω του Μαρσέλο, νέες προοπτικές:
Ήταν σα να΄χε δύο έτοιμους, γερούς χαρακτήρες με εντυπωσιακά βιογραφικά.
Αφού επιλέγει τη ζωή του Μαρσέλο θα αποκτήσει και τις γνωριμίες του. «Ζει» τον ήρωά του, συγγραφέας και ήρωας λογοτεχνικός ταυτίζονται. Η Λόρα, το laptop του Μαρσέλο, η βαλίτσα του με το περίεργο περιεχόμενο, η περιπλάνησή του στην αμερικανική ενδοχώρα για να αποπερατώσει ό,τι υποσχέθηκε σε κάποιους, οι Ινδιάνοι Νάβαχο και η σοφία των μύθων τους, ο Φοίνιξ, οι διώκτες αποτελούν το υλικό που λίγο λίγο χρησιμοποιεί ο συγγραφέας-Μαρσέλο για να καθοδηγήσει τον εαυτό του-Μαρσέλο. Μιλάμε δηλαδή για ένα βιωμένο μυθιστόρημα με χαρακτήρες στερεούς και δυνατούς, για μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα.

Ο ήρωας-συγγραφέας που στην Ελλάδα θεωρείται νεκρός, στην Αμερική ζει ως Μαρσέλο και βιώνει μια μυθιστορηματική κυριολεκτικά ζωή, ζει ένα βιωμένο μυθιστόρημα, επιθυμώντας να ξαναγεννηθεί και να αποκοπεί από το παρελθόν για να βρει τον χαμένο παράδεισο. Ή, όπως παραθέτει μέσα στο βιβλίο φράση από το Σατανικοί στίχοι του Σάλμαν Ρούσντι Για να ξαναγεννηθείς, τραγούδησε ο Γκρίμπρεελ Φαρίστα, κατρακυλώντας απ΄ τους ουρανούς, πρέπει πρώτα να πεθάνεις.
Για να βρει τον εαυτό του πρέπει πρώτα να απολέσει τον παλαιό. Για να γράψει δυνατό μυθιστόρημα πρέπει να μπει μέσα σ΄ αυτό, ν΄ αναπνεύσει στις σελίδες του, να γίνει ο ίδιος ο ήρωας.
Μέσα απ΄ τη φοβερή περιπέτεια που βιώνει, ο ήρωάς του βγαίνει από μια χρόνια αδράνεια κι αρχίζει μια νέα ζωή.
Άλλωστε, να το θέσω κι έτσι, ένας από τους λόγους για τους οποίους ασχολούμαστε με την ανάγνωση της λογοτεχνίας δεν είναι και αυτός; Να βγαίνουμε, έστω και για λίγο από τη μονοδιάστατη ζωή μας, και μέσω των ηρώων των βιβλίων να ζούμε πιο πλούσια και πολυδιάστατα;
Αλλά από την άλλη έχουμε έναν συγγραφέα που ζει μέσα από τον ήρωά του παρά κάθεται να γράψει γι΄αυτόν. Είναι δημιουργός και θεατής του έργου του ταυτόχρονα.
Και η αποστολή του: Αυτό που όφειλε να κάνει τώρα ήταν να βάλει μια τάξη σ΄ αυτό το χάος. Να το οργανώσει. Εξάλλου, αυτή ήταν η δουλειά του ως συγγραφέα: να επιμελείται το χάος.

Καθώς προχωρούμε στις σελίδες του βιβλίου παρατηρούμε πως θίγονται θέματα που άπτονται της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας της Αμερικής. Μέσω των προσώπων του βιβλίου κριτικάρεται ολόκληρο το αμερικάνικο οικοδόμημα, απομυθοποιείται με σκάνδαλα. Σε κάποιο σημείο λέγεται: Η χώρα-ηγέτης του ελεύθερου κόσμου, είπε ειρωνικά.
Και μαζί το πιο αποπολιτικοποιημένο κράτος που υπάρχει.
Αφού στην ουσία κυβερνάνε οι επιχειρήσεις.
Σε άλλο σημείο μιλά για μια αμνησιακή χώρα που την ίδια στιγμή διεξήγε ακόμα έναν παράλογο πόλεμο στην άλλη άκρη της Γης.
Ένα κατηγορώ για το πολιτικό σύστημα της Αμερικής.

Και τι ήταν τελικά αυτός; Ένας φυγάς στο κέντρο μιας τρελής καταδίωξης, σ΄ έναν τρελό τόπο. Μια καταδίωξη στη «Χώρα της Ελευθερίας». Μια αμερικάνικη φούγκα.
Ο συνθέτης ήταν ο ίδιος. Δημιουργούσε στο χώρο και το χρόνο. Μόνο που αντί για νότες χρησιμοποιούσε λέξεις, έννοιες, συναισθήματα. Ύφαινε την ίδια του την πλοκή. Συνέθετε την αμερικάνική του φούγκα.
(απόσπασμα)


Για να διαβάσετε ολόκληρη τη βιβλιοπαρουσίαση κάντε κλικ εδώ

Friday, September 14, 2007

Βιβλιοπαρουσίαση Πεζογραφίας - «Χένρι Τζέιμς, ο Δάσκαλος» του Κόλμ Τόιμπιν


Ο Σιδέρης Ντιούδης παρουσιάζει στο Λέξημα το βιβλίο «Χένρι Τζέιμς, ο Δάσκαλος» του Κόλμ Τόιμπιν σε μετάφραση Εμμανουήλ Σκιαθάτου από τις εκδόσεις Ωκεανίδα, 2007. Σελ. 564






Για τον αμερικανό συγγραφέα Χένρι Τζέιμς, που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1843, άλλα έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην Αγγλία έχουν γραφτεί πάμπολλα βιβλία. «Ο Δάσκαλος» του Τόιμπιν ανήκει στα βιβλία αυτά που ασχολούνται με τη ζωή και το έργο του Τζέιμς, βασιζόμενο στα έργα του συγγραφέα, στις σημειώσεις του και σε αποφθέγματα του καθώς και σε εκτενή βιβλιογραφία που αφορά τον Χένρι Τζέιμς και την οικογένεια του.
Πιο συγκεκριμένα η ογκώδης μυθιστορηματική βιογραφία ασχολείται με ένα διάστημα πέντε χρόνων (1895-1899) απ' τη ζωή του Τζέιμς. Η αφήγηση ξεκινάει από την αποτυχημένη προσπάθεια του συγγραφέα στην θεατρική συγγραφή με το έργο Guy Domville, που φτάνει στο σημείο να γιουχαϊστεί και την οριστική του στροφή στο μυθιστόρημα. Τα ταξίδια του κοσμοπολίτη συγγραφέα είναι πολλά στην Ευρώπη και κυρίως στην αγαπημένη του Ιταλία και στην Γαλλία, όπου περιγράφεται η πνευματική ζωή της εποχής. Υπάρχουν πολλές διεισδυτικές αναφορές στα μέλη της οικογενείας του Τζέιμς με γλαφυρές περιγραφές χαρακτήρων και συμπεριφορών. Ο Τόιμπιν ως βαθύς γνώστης και θαυμαστής του έργου του καταφέρνει με την αφήγηση του να μας δώσει την δυνατότητα να αφουγκραστούμε όλα όσα συνέβαιναν στην ζωή του Τζέιμς μέσα από τα δικά του μάτια. Μιλάει για την διφορούμενη σεξουαλικότητα του, για τις υπαρξιακές αγωνίες και το βαρύ προσωπικό τίμημα που πλήρωσε ο συγγραφέας βάζοντας την πνευματική του ζωή πάνω απ' την καρδιά του. Σημαντική αναφορά γίνεται και στο ζήτημα της μοναξιάς του συγγραφέα. Μιας μοναξιάς που απ' ότι φαίνεται όσο και αν απολάμβανε την πνευματική ζωή της εποχής του, την αποζητούσε πάντα και του ήταν απαραίτητη. «Είχε εντρυφήσει στη μοναξιά, σκεπτόταν, και είχε μάθει να μην περιμένει απ΄ την ημέρα τίποτα παρά από μια μονότονη ευχαρίστηση, στην καλύτερη περίπτωση. Μερικές φορές η αίσθηση της μονοτονίας γινόταν έντονη, σαν ένας παράξενος κι επίμονος πόνος που τον απασχολούσε για λίγο, άλλα είχε μάθει να τον ελέγχει. Συνήθως όμως κυριαρχούσε η αίσθηση της ευδαιμονίας. Όταν νύχτωνε, η σιωπή και η νωχελική ηρεμία τον πλημμύριζαν μ' ένα είδος ευτυχίας που κανένας άνθρωπος ή κοινωνική συναναστροφή, καμία αίγλη ή πολυτέλεια δεν θα μπορούσαν να του προσφέρουν».


Για να διαβάσετε ολόκληρη την παρουσίαση στο Λέξημα κάντε κλικ εδώ

Thursday, September 13, 2007

Βιβλιοπαρουσίαση Πεζογραφίας - "Στους δρόμους του Μακαρό" του Μοχάμεντ Ούμαρ


Ο Μπάμπης Δερμιτζάκης παρουσιάζει στο Λέξημα το βιβλίο του Μοχάμεντ Ούμαρ, "Στους δρόμους του Μπακαρό"από τις εκδόσεις ΚΨΜ 2006 σελ.279.



Για πρώτη φορά νιώθω να προβληματίζομαι σε σχέση με τα κριτήρια μιας βιβλιοκριτικής. Θεωρούσα δεδομένο ότι ήταν μόνο αυτά της «λογοτεχνικότητας», για να χρησιμοποιήσω τον όρο τον ρώσων φορμαλιστών. Πώς μπορώ να συστήσω με θέρμη ένα βιβλίο στο οποίο εκείνο που με εντυπωσιάζει κυρίως είναι ο αγωνιστικός του χαρακτήρας, το κοινωνικό του μήνυμα, η πολιτική του στόχευση, αυτό που σ' άλλους καιρούς θα χαρακτηρίζαμε απορριπτικά σαν «προπαγανδιστική λογοτεχνία», παρόλο που υπάρχει και ο αντίστοιχος όρος, με θετικές όμως συνδηλώσεις, «στρατευμένη λογοτεχνία»;
Ε, λοιπόν μπορώ. Γιατί θα πρέπει να εξυμνούμε πάντα το βιβλίο που έχει (ή φιλοδοξεί να έχει) τις προδιαγραφές να γίνει κλασικό, ανάγνωσμα εις τους αιώνας των αιώνων όπως τα ομηρικά έπη και οι αρχαίες τραγωδίες, και όχι και εκείνο που φιλοδοξεί μόνο να ευαισθητοποιήσει πάνω στα οξυμένα προβλήματα που ταλανίζουν την πατρίδα του συγγραφέα;
Στο τέταρτο κοινωνικό φόρουμ ήμουν ομιλητής σε ένα πάνελ. Συναντάω τη φίλη μου Σίλβια Οκαλιόβα, που περιμένει να δει για πρώτη φορά το βιβλίο της «Ζάπινγκ σε ιδέες του μέλλοντος» στον πάγκο του εκδοτικού της οίκου, ενός από τους συμμετέχοντες στο φόρουμ. Παίρνοντας το βιβλίο της βλέπω και το βιβλίο «Στους δρόμους του Μπακαρό», με υπότιτλο «Η Αμίνα στη δίνη της ιστορίας». Το πήρα για τον υπότιτλο και για τις μαύρες γυναίκες που υπήρχαν στο εξώφυλλο. Στο αυτί του βιβλίου διαβάζω για τον συγγραφέα: Μοχάμεντ Ούμαρ. Γεννημένος το 1956 στη Νιγηρία, με σπουδές στις Πολιτικές Επιστήμες σε πανεπιστήμιο της χώρας του, αποβλήθηκε απ' αυτό για την πολιτική του δράση, εξορίστηκε από τη χώρα του και ολοκλήρωσε τις σπουδές του σε πανεπιστήμια της Ρωσίας και της Αγγλίας. Ζει στο Λονδίνο και εργάζεται στις εκδόσεις Zed books. Και μετά από κάποιους μήνες που πήρε το βιβλίο τη σειρά του στα διαβάσματά μου, διαβάζω με έκπληξη στο εσωτερικό, στην ταυτότητα του βιβλίου: Πρώτη παγκόσμια έκδοση. Το μυθιστόρημα αυτό γράφηκε (προφανώς) στα αγγλικά, αλλά κανένας εκδοτικός οίκος δεν το εξέδωσε, αλλά μεταφράστηκε στα Ελληνικά και εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Γιατί άραγε; Μήπως δεν ικανοποιούσε τα λογοτεχνικά στάνταρ κανενός εκδοτικού οίκου; Ή μήπως το ριζοσπαστικό του μήνυμα τρόμαξε τους εκδότες;
Το έργο ανήκει στη φεμινιστική λογοτεχνία, και ας γράφηκε από άντρα. Θέμα του η θέση της γυναίκας σε μια ισλαμική χώρα, όχι σε μια τριτοκοσμική αραβική, αλλά σε μια μαύρη τεταρτοκοσμική κοντά στον Ισημερινό, όπως είναι η Νιγηρία.
Το αφηγηματικό στημόνι είναι φανταστικό, αλλά πάνω του υφαίνονται πολύ πραγματικά επεισόδια. Για ένα τουλάχιστον δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία: Μια γυναίκα καταδικάστηκε σε θάνατο δια λιθοβολισμού για μοιχεία. Υπέγραψα πριν λίγο καιρό και για τη δεύτερη γυναίκα το κείμενο που μου έστειλε η Διεθνής Αμνηστία.
Το σκηνικό αυτών των επεισοδίων είναι η καταπίεση της γυναίκας με τις ευλογίες του Ισλάμ, η διαφθορά των πολιτικών, η γενική φτώχεια και εξαθλίωση του πληθυσμού. Όμως άλλο είναι να τα ακούς περιληπτικά κατά καιρούς σε ειδήσεις και άλλο να τα διαβάζεις σε λογοτεχνικές σελίδες, βγαλμένες από τη γλαφυρή πένα ενός ταλαντούχου συγγραφέα.
Η Αμίνα, μια μεγαλοαστή, με άνδρα στο κοινοβούλιο, μπαίνει μπροστάρισσα στον αγώνα των γυναικών για γυναικεία χειραφέτηση και κοινωνική δικαιοσύνη. Μετά από μια διαδήλωση συλλαμβάνονται και φυλακίζονται, όμως ο δικαστής τις αθωώνει. Το βιβλίο κάποτε τελειώνει, όμως ο αγώνας συνεχίζεται.
Διαβάζοντας για το Ισλάμ συνειδητοποίησα σε όλο της το βάθος τη μαρξιστική έννοια της αλλοτρίωσης. Οι πιο αλλοτριωμένοι δεν είναι οι εργάτες, αλλά οι γυναίκες στο Ισλάμ. Διάβασα κάπου ότι μετά από μια διαδήλωση γυναικών στο Μαρόκο για τα δικαιώματα της γυναίκας, έγινε, την επόμενη κιόλας μέρα, μια τριπλάσια σε όγκο αντιδιαδήλωση γυναικών που έλεγαν «καλά είμαστε».
Επίσης συνειδητοποίησα και την αλήθεια της ρήσης του Μαρξ: Θρησκεία, το όπιο του λαού. Αν ο Χριστιανισμός είναι όπιο, το Ισλάμ είναι καθαρή ηρωίνη.
Βέβαια και ο Χριστιανισμός τον Μεσαίωνα καθαρή ηρωίνη ήταν. Μόνο έτσι εξηγούνται τα θύματα της ιεράς εξέτασης και οι καμένες στην πυρά μάγισσες, κάπου 300.000 διάβασα. Οι γυναίκες είναι μια ζωή θύματα του θρησκευτικού φονταμενταλισμού.
Σε κάποια πάνελ στο φόρουμ μιλούσαν για τη χειραφέτηση της γυναίκας, ενώ σε κάποια άλλα καταδίκαζαν την σχεδιαζόμενη αμερικανική εισβολή στο Ιράν. Όμως η αμερικανική εισβολή δεν ήταν που γλίτωσε τις Αφγανές από τους Ταλιμπάν; Νομίζω ότι οι αμερικάνοι κάνουν ακόμη απόσβεση των όσων ξόδεψαν για τον Οσάμα Μπιν Λάντεν. Έχουν τσάμπα προβοκάτορα. Τι ψυχή έχουν 2.000 νεκροί στους δίδυμους πύργους, μπροστά στη χώρα που κατακτήσαμε και τη θέσαμε πάλι κάτω από την επιρροή μας;
Η αμερικάνικη εισβολή δεν είναι η λύση. Η λύση είναι ένας μεγάλος ηγέτης σαν τον Κεμάλ Ατατούρκ. Διάβασα, θυμάμαι, όταν ήμουν στο στρατό τη βιογραφία του και θαύμασα τον μεγάλο ηγέτη. Εχθρός μας, αλλά μεγάλος. Έβγαλε με τη βία τον φερετζέ από τις τουρκάλες, και έπνιξε μουλάδες στην κρεμάλα. Κατάργησε το αραβικό αλφάβητο και εισήγαγε το λατινικό, ενώ εμείς ακόμη έχουμε ενδοιασμούς για το μονοτονικό. Πριν λίγο καιρό διάβασα, κάτι που αγνοούσα, σε βιβλίο της μαροκινής φεμινίστριας Fatima Mernissi ότι οι γυναίκες στην Τουρκία ψήφιζαν από το 1934. Στην Ελλάδα ψήφισαν για πρώτη φορά το 1951.
Όμως νομίζω ότι οι μουσουλμανικές χώρες είναι καταδικασμένες να πέσουν στην αγκαλιά των ισλαμιστών φονταμενταλιστών. Οι στρατηγοί μπόρεσαν να αποτρέψουν το ισλαμικό κόμμα να ανέλθει στην εξουσία την πρώτη φορά, όχι όμως τη δεύτερη. Όταν θα χάσουν και οι ίδιοι τον έλεγχο τι θα γίνει;



Για να διαβάσετε ολόκληρη την παρουσίαση στο Λέξημα κάντε κλικ εδώ

Monday, August 20, 2007

Βιβλιοπαρουσίαση Πεζογραφίας - Σα νερό για ζεστή σοκολάτα της Λάουρα Εσκιβέλ

Με τον διακριτό και εύγλωττο τίτλο «Ξεσκονίζοντας Τη Βιβλιοθήκη μας» συνεχίζεται στο Λέξημα η νέα υποκατηγορία παρουσίασης βιβλίων πεζογραφίας που αντέξανε στο χρόνο.
Η ιδέα, οι επιλογές και τα κείμενα είναι του φίλου Πάτροκλου Χατζηαλεξάνδρου, γνωστού από το προσωπικό, μη κερδοσκοπικό, λογοτεχνικό του Στέκι Περί...Γραφής
[a href=http://www.peri-grafis.com / &] Περί-γραφής [/a]
(http://www.peri-grafis.com)



Διαβάστε ένα απόσπασμα από τη βιβλιοπαρουσίαση του Αυγούστου 2007


Τίτλος: Σα νερό για ζεστή σοκολάτα
Συγγραφέας: Laura Esquive
Εκδόσεις: ΩΚΕΑΝΙΔΑ
Α΄ Ελληνική έκδοση: 1994
Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου-Μπαράχας
Σελίδες: 260
Τίτλος πρωτοτύπου: Like Water For Chocolate


Καιρός διακοπών πλέον κι είναι ώρα για κάτι ευχάριστο, δροσερό, γλυκό και γευστικό. Είναι καιρός για λίγη ζεστή σοκολάτα, από τα μαγικά χέρια της Λάουρα. Ξέρω πως κυκλοφορούνε πολλά βιβλία μαγειρικής, γκουρμέ ή άλλως πως. Ξέρω πως κυκλοφορούνε πολλά ερωτικά βιβλία. Θαυμάσια, καλά, μέτρια... Κείνο που δεν ήξερα κι ίσως κι εσείς, είναι πως κυκλοφορεί ένα βιβλίο που είναι κι από τα δυο, χωρίς να ‘ναι κι απαραίτητα, μα... τέλος πάντων.
Άνοιξα μ’ έντονο σκεπτικισμό το πόνημα τούτο, προετοιμασμένος να ...‘φάω στη μάπα’ κάτι σύνηθες, γλυκανάλατο κι ακόμα-ακόμα προετοιμασμένος να το παρατήσω στη πρώτην ευκαιρία, να πιάσω κάτι άλλο και μετά να φροντίσω να το φέρει η τύχη, να μη το ξαναπιάσω ποτέ ξανά. Έχει συμβεί, σας τ’ ορκίζομαι, αυτό στο παρελθόν. Ε λοιπόν σας πληροφορώ πως τη πάτησα! Το βιβλίο αυτό κατάφερε να με καθηλώσει και μάλιστα με πολλούς τρόπους.
Φανταστείτε μια πολυπλόκαμη σειρήνα που στην αρχή αφήνεσαι να ενδώσεις στα θέλγητρά της από περιέργεια και μόνο. Μετά, -πλοκάμι το πλοκάμι- σε κερδίζει και μένεις κοντά της. Ύστερα δε θες με τίποτα να ξεκολλήσεις και να τελειώσει κι όταν αυτό συμβαίνει, δυστυχώς, -γιατί ναι... δυστυχώς τελειώνει κάποια στιγμή- γυρνάς σα χαμένος τις λιγοστές, τελευταίες, σχεδόν άδειες σελίδες μπας κι έχει ξεμείνει κάτι ακόμα να γευτείς από τη μαγεία, εκεί που αναγράφει το που, το πώς, το γιατί και το πότε τυπώθηκε –μέχρι και ποιος ήτανε βάρδια νυχτοφύλακας στον εκδοτικό όταν παραδόθηκε- και τα διαβάζεις ακόμα μαγεμένος, γιατί σε κρατά το τελευταίο άρωμα αυτής της ακόμα ζεστής σοκολάτας. Σε γοητεύουν ακόμα κι αυτές οι ...άχρηστες πληροφορίες, όπως σηκώνεις την άδεια πια κούπα για να στραγγίξεις και τις τυχόν τελευταίες ρουφηξιές της. Κι όταν κλείνεις με βαριά καρδιά το εξώφυλλο, ξαναγυρνάς στην αρχή, πυρετωδώς, για να ξανακοιτάξεις μπας και σου ξέφυγε τίποτε, τίποτε τελευταία στοιχεία για τη συγγραφέα και πάει λέγοντας.
Έτσι έκανα και τότε πρόσεξα τ’ όνομα της μεταφράστριας: Κλαίτη Σωτηριάδου-Μπαράχας! Μια θαυμάσια μεταφράστρια εξειδικευμένη στις λατίνικες γλώσσες και κύρια μεταφράστρια του λατρεμμένου μου Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Η γυναίκα καταφέρνει θαυμάσια πράγματα στις δουλειές που ‘χει κάνει, -κι έχω διαβάσει μέχρι σήμερα- και βρίσκω την ευκαιρία να τη συγχαρώ και δημόσια. Επίσης να εξάρω τη προσεγμένη έκδοση από την Ωκεανίδα. Μπράβο τους!
Κλείνω τη παρένθεση κι επανέρχομαι στο βιβλίο. Πρόκειται για ένα έξοχο βιβλίο εξωτικής μαγειρικής, ένα ερωτικότατο βιβλίο με πάμπολλους, έντονους και κομψούς τόνους αισθησιασμού και παράλληλα χρονικό μιας εποχής, παλιάς και κάπως ...πρωτόγονης. Ένα βιβλίο θηλυκό, από μια γυναίκα ταλαντούχα, λατίνικο κι απολαυστικό μέχρι τη τελευταία ...σταγ... εεε σελίδα, -ναι! ναι... κι αυτή με τις άχρηστες πληροφορίες.
Όχι, μην αναζητήσετε αβυσσαλέα βάθη κι υψηλή φιλοσοφική σκέψη. Άλλωστε ποιός ξέρει αν αυτή η μαστοριά στο να φτιάχνει κανείς μιαν εξαίσια ζεστή σοκολάτα, δε κρύβει μεγάλη δόση σοφίας. Όταν κάποτε ρωτήσαν οι μαθητές, ένα κινέζο σοφό δάσκαλο για το μυστικό της ευτυχίας, είπε: «Να φτιάχνεις έτσι το σπίτι σου, ώστε τον χειμώνα να φαντάζει ζεστό, το καλοκαίρι δροσερό και να φτιάχνεις το τσάι σωστά, παραδοσιακά, έτσι ώστε να το απολαμβάνεις πλέρια». Οι μαθητές εξανέστησαν: «Αυτό είναι Δάσκαλε το μυστικό της Ευτυχίας; Σιγά, και ποιός δε το ξέρει»; Τότε ο δάσκαλος απάντησεν ήσυχα: «Δείξτε μου έστω κι ένα που να κάνει όλα όσα είπα κι εγώ θα πάω να καθίσω στα γόνατά του να γίνω μαθητής του»!


(απόσπασμα)

Για να διαβάσετε ολόκληρη την παρουσίαση, κάντε κλικ εδώ

Sunday, August 5, 2007

Βιβλιοπαρουσίαση πεζογραφίας: Νορβηγικό Δάσος του Χαρούκι Μουρακάμι


Η Μαργαρίτα Καρλαύτη παρουσιάζει για το Λέξημα και την κατηγορία της "πεζογραφίας" το "Νορβηγικό Δάσος" του Χαρούκι Μουρακάμι σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου και τις εκδόσεις Ωκεανίδα.
Διαβάστε ένα απόσπασμα:


Το λέει ξεκάθαρα ο Τόρου Βατανάμπε. Γράφει τις αναμνήσεις του δεκαοκτώ χρόνια μετά τα γεγονότα, φοβούμενος πως οι μισοσβησμένες του μνήμες συνεχίζουν να ξεθωριάζουν και να σβήνουν στιγμή τη στιγμή. Γράφει με την απελπισία του πεινασμένου που ρουφάει άψυχα κόκαλα προκειμένου να κρατήσει την υπόσχεση που έδωσε στη Ναόκο τότε... Να μην την ξεχάσει ποτέ. (σελ 21)

Το σπουδαίο Iάπωνα συγγραφέα Χαρούκι Μουρακάμι τον γνωρίσαμε στην Ελλάδα κυρίως από το βιβλίο του «Το κουρδιστό πουλί» που έχω επίσης παρουσιάσει στο Λέξημα στις 9/2/06 (http://www.lexima.gr/lxm/read-143.html) με αρκετά στοιχεία για το συγγραφέα. Όμως το «Νορβηγικό Δάσος» είναι προγενέστερο και είναι το βιβλίο που τον έκανε ευρέως γνωστό στην Ιαπωνία.
Το «Νορβηγικό Δάσος» δεν έχει τις μεταφυσικές προεκτάσεις που έχει το «Κουρδιστό Πουλί», αλλά και εδώ ο συγγραφέας αφήνει κάποια υπονοούμενα μεταφυσικών εμπειριών ή παιχνιδιών του μυαλού. Η ιστορία του βιβλίου όπως ήδη έγραψα είναι οι αναμνήσεις του Τόρου Βατανάμπε από τα φοιτητικά του κυρίως χρόνια.

Η διήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και ο Βατανάμπε ξεκινάει με τη βαθιά φιλία που τον ένωνε με το ζευγάρι Κιζούκι και Ναόκο στα εφηβικά του χρόνια και την απώλεια που βίωσε, όταν ο αγαπημένος του φίλος Κιζούκι έβαλε τέρμα στη ζωή του, χωρίς να υπάρχει κανένας προφανής λόγος και χωρίς καμιά εξήγηση. «Τη νύχτα που πέθανε ο Κιζούκι, ο θάνατος έπαψε να είναι το αντίθετο της ζωής και βρέθηκε ξαφνικά εδώ μέσα μου. Πάντα ήταν εδώ και όσο κι αν προσπαθούσα δε θα μπορούσα πια να το ξεχάσω. Εκείνη τη νύχτα του Μαΐου, ο θάνατος πήρε μαζί του μαζί με τον δεκαεπτάχρονο Κιζούκι και κάτι από μένα» (σελ 48).
Στη συνέχεια ο Βατανάμπε μας διηγείται περιστατικά από τη ζωή του ως φοιτητής, μας μιλάει για το Λοχία, τον ιδιόρρυθμο συγκάτοικό του, που του εξασφάλιζε διασκεδαστικές ιστορίες, το γοητευτικό και χαρισματικό συμφοιτητή του Ναγκασάβα και την μάλλον άδικη για τη Χατσούμι σχέση που είχε συνάψει μαζί του. Συνεχίζει αναπτύσσοντας τη σχέση που είχε με τη Ναόκο, τους περιπάτους και τις συζητήσεις τους, προτού αυτή εγκαταλείψει την πόλη και αποφασίσει να αποσυρθεί σε ένα παράξενο μέρος-κλινική προκειμένου να ξαναβρεί τις ισορροπίες της, για να μπει τέλος ακόμα ένα πρόσωπο στη ζωή του και στη διήγησή του, η Μιντόρι.
Κατά την απουσία της Ναόκο, ο Βατανάμπε πιάνει φιλίες με μια συμφοιτήτριά του, τη Μιντόρι Κομπαγιάσι, που έκαναν μαζί το μάθημα της Ιστορίας του θεάτρου. Η γήινη, όλο ζωντάνια, αυθόρμητη Μιντόρι με τις παράξενες επιθυμίες και απορίες, είναι το ακριβώς αντίθετο της εύθραυστης και αέρινης Ναόκο. Ενώ κατά τις επισκέψεις του στο μέρος που φιλοξενείται η Ναόκο, γνωρίζει τη συγκάτοικό της, τη Ρέικο που και αυτή έχει να διηγηθεί μια παράξενη ιστορία για το πώς κατέληξε σ' αυτό το μέρος.

Και σε αυτό το βιβλίο ο Μουρακάμι ακολουθεί το προσφιλές του ύφος γραφής χωρίς προσχέδιο, με πολλές λεπτομέρειες στις αφηγήσεις του, που παρότι δεν προσφέρουν στην πλοκή, καταφέρνουν να μας βυθίσουν στον κόσμο και στην ψυχολογική κατάσταση των ηρώων. Έτσι, ο Μουρακάμι χωρίς να υπογραμμίζει συγκεκριμένα γεγονότα ή να τραβάει την προσοχή μας από τις ιστορίες, όσο εμείς βρισκόμαστε βυθισμένοι σ' αυτές και τις λεπτομέρειες που παραθέτει, κάνει αναφορές στα θέματα που τον απασχολούν, όπως ο θάνατος, η απώλεια, η ψυχολογική διαταραχή, οι ερωτικές σχέσεις, και αφήνει τους αναπάντητους προβληματισμούς του να φωλιάσουν μέσα μας, σχεδόν χωρίς να το πάρουμε είδηση.

Το βιβλίο πήρε τον τίτλο «Νορβηγικό Δάσος» λόγω του τραγουδιού των Beatles “Norwegian wood”. Παραθέτω τους στίχους για δύο λόγους. Πρώτον γιατί παρόλο που δεν αναφέρονται πουθενά στο βιβλίο, περιγράφουν κάποιες σκηνές, ατάκες ή προβληματισμούς του και δεύτερον για να επισημάνω την εμφάνιση -ή την εξαφάνιση αν προτιμάτε- του «πουλιού».
I once had a girl
Or should I say she once had me
She showed me her room
Isn't it good Norwegian wood?

She asked me to stay
And she told me to sit anywhere
So I looked around
And I noticed there wasn't a chair

I sat on a rug biding my time
drinking her wine
We talked until two and then she said
"it's time for bed"

She told me she worked
in the morning and started to laugh
I told her I didn't
and crawled off to sleep in the bath

And when I awoke I was alone
This bird had flown
So I lit a fire
Isn't it good Norwegian wood?

Στο «Νορβηγικό Δάσος» ο Μουρακάμι κάνει κάποιες αναφορές που ενδεχομένως περνάνε απαρατήρητες, αλλά ο προσεκτικός αναγνώστης τις αναγνωρίζει περισσότερο ανεπτυγμένες στο «Κουρδιστό πουλί». Για παράδειγμα στη σελ. 230 ο Βατανάμπε βλέπει ένα όνειρο. «...σε κάθε κλαδί σε κάθε δέντρο ήταν γατζωμένα μικρά πουλιά. Το βάρος τους εμπόδιζε τα κλαδιά να κουνηθούν στο αεράκι. Βρήκα ένα ξύλο και χτύπησα το πιο κοντινό κλαδί για να διώξω τα πουλιά και να το ελευθερώσω. Δεν έφυγαν. Αντί να πετάξουν, έγιναν σιδερένια και έπεσαν στο χώμα.» και στη σελ. 344 ο Βατανάμπε γράφει: «...κι εγώ κουρντίζω κάθε πρωί τον εαυτό μου. Από την ώρα που σηκώνομαι, πλένω τα δόντια μου, ξυρίζομαι, τρώω το πρωινό μου, ντύνομαι, φεύγω από την εστία και φτάνω στο πανεπιστήμιο, έχω γυρίσει το κουρντιστήρι μου περίπου 36 φορές... Μπορώ και γυρίζω το κουρντιστήρι μου κάθε πρωί επειδή σε σκέφτομαι... Σήμερα είναι Κυριακή. Τις Κυριακές δεν κουρντίζω τον εαυτό μου»

Σ' αυτό το βιβλίο κάνουν την εμφάνισή τους και κάποιες αλλόκοτες παρομοιώσεις, που μου θυμίζουν λίγο το στυλ του Τομ Ρόμπινς. Στη σελ. 400:
«Τι θα πει στ'αλήθεια όμορφη;» «Θα πει πως η ομορφιά σου γκρεμίζει βουνά και στερεύει θάλασσες». «Μου αρέσεις πολύ Μιντόρι. Πάρα πολύ. Σαν αρκουδάκι της άνοιξης» Στη σελ 448: «Το κούρεμά σου είναι φοβερό. Τόσο φοβερό που θα μπορούσε να κόψει όλα τα δέντρα σε όλα τα δάση του κόσμου» Σελ. 458: «Πόσο πολύ μ' αγαπάς;» «Τόσο που να λιώσουν όλες οι τίγρεις του κόσμου και να γίνουν βούτυρο»
Όμως κάνουν την εμφάνισή τους και κάποιες γαστριμαργικές απολαύσεις, όπως παραδοσιακοί ριζοκεφτέδες γεμιστοί με ξινό ουμεμπόσι και τυλιγμένοι με νόρι, τεμπούρα και ρύζι με πράσινα φασολάκια, κοτόπουλο τεριγιάκι, πιτάκια με φύκια και τηγανητό τόφου, σούσι με ψάρι, σουκιγιάκι -μοσχαρίσιο κρέας πράσινα κρεμμύδια, μακαρόνια, ψητό τόφου και λαχανικά-, ψητή πάπια, γλώσσα φιλέτο κ.α.
Όπως σε όλα τα βιβλία του Μουρακάμι παρούσα είναι και η μουσική. Στο «Νορβηγικό Δάσος» γίνονται πάμπολλες αναφορές σε πολλά τραγούδια και μουσικούς. Χένρι Μαντσίνι -Dear heart, Μπραμς Τέταρτη Συμφωνία, Μπιλ Έβανς, Μπαχ-Φούγκα, Μπιτλς - Michelle, Nowhere man, Julia, Norwegian wood, Μπερτ Μπακάρα, Λένον, Μακ Κάρτνι, Τζιμ Μόρισον, Τελόνιους Μονκ, Ορνέτ Κόλμαν, Μπαντ Πάουελ, Αντόνιο Κάρλος Τζομπίμ, Ραβέλ, Ντεμπισί, Μπομπ Ντίλαν, Ρέι Τσαρλς κ.α
Γίνονται όμως και αναφορές σε βιβλία και συγγραφείς, που ενώνουν, χωρίζουν, χαρακτηρίζουν, ή απλώς διαβάζονται αναλόγως της διάθεσης. «Ο κένταυρος», «Ο μεγάλος Γκάτσμπι», «Φύλακας στη σίκαλη», «Πόλεμος και Ειρήνη», «Μαγεμένο βουνό», «Κάτω απ τον τροχό», «Κεφάλαιο», Τρούμαν Καπότε, Τζον Άπνταϊκ, Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Ρέιμοντ Τσάντλερ, κ.α.
(απόσπασμα)

Για να διαβάσετε ολόκληρη την παρουσίαση στο Λέξημα κάντε κλικ εδώ

Thursday, August 2, 2007

Βιβλιοπαρουσίαση Πεζογραφίας - Δίλημμα δικαίου του George P. Pelecanos


Ο Σιδέρης Ντιούδης παρουσιάζει για το Λέξημα το βιβλίο του George P. Pelecanos, «Δίλημμα δικαίου», σε μετάφραση Περικλή Μποζινάκη από τις εκδόσεις: Οξύ, 2006. Σελ. 400


Το «Δίλημμα δικαίου» είναι το πέμπτο βιβλίο του ελληνοαμερικανού συγγραφέα George Pelecanos που εκδίδεται στην Ελλάδα. Είχαν προηγηθεί τα βιβλία «Ζήτημα τιμής», «Η σαρωτική έκρηξη», «Ο βασιλιάς του πεζοδρομίου», «Φλεγόμενη πόλη» και όπως στα προηγούμενα έτσι και εδώ η πόλη που στους δρόμους της ξετυλίγεται η πλοκή είναι η γενέτειρα του συγγραφέα, Ουάσινγκτον.
Αν και ο Pelecanos θεωρείται ένας από τους πιο δημοφιλής σύγχρονους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας, στο τελευταίο του βιβλίο καταπιάνεται με το πολύ ευαίσθητο για την αμερικανική κοινωνία θέμα του ρατσισμού. Η βαρύτητα που δίνει ο συγγραφέας σ' αυτό το θέμα φαίνεται εξάλλου από το τονισμό του χρώματος των ηρώων του: Ο μαύρος ντετέκτιβ, πρώην αστυνομικός Ντέρεκ Στρέιντζ αναλαμβάνει την υπόθεση της διαλεύκανσης δολοφονίας ενός μαύρου αστυνομικού από έναν λευκό συνάδελφό του πάνω σε ατυχή νυχτερινή συμπλοκή. Το ξετύλιγμα της υπόθεσης θα οδηγήσει τον Στρέιντζ στον υπόκοσμο της Ουάσινγκτον όπου διεφθαρμένοι αστυνομικοί, εγκληματίες και έμποροι ναρκωτικών ορίζουν τον δικό τους άτυπο νόμο.
Στο «Δίλημμα δικαίου» δεν θα συναντήσουμε αμέτρητους φόνους βουτηγμένους στο αίμα. Αν και έχει σαν αφετηρία του το αστυνομικό μυθιστόρημα, ο σκοπός του Pelecanos είναι να στηλιτεύσει την κάθε μορφή ρατσισμού, είτε προέρχεται από την μεριά των λευκών είτε από την μεριά των μαύρων, χωρίς διδακτικούς τόνους. Αναδεικνύει και εντάσσει στην πλοκή του την σκοτεινή πλευρά της μεγαλούπολης όπου βασιλεύούν τα ναρκωτικά και η διαφθορά και όπου οι άνθρωποι είναι σκιά του εαυτού τους. Σαν όχημα για να πετύχει το σκοπό του ο συγγραφέας στηρίζεται στην περίτεχνη πλοκή, στην σύγχρονη και ζωντανή γλώσσα με τους έντονους διάλογους που οδηγεί σε βαθμιαία κορύφωση. Ο Pelecanos δεν ξεχνάει τις ελληνικές του ρίζες δίνοντας έναν μικρό ρόλο στον Μπίλι Γεωργελάκος ιδιοκτήτη εστιατορίου και φίλο του ντετέκτιβ Στρειντζ.
Πραγματικά το «Δίλημμα δικαίου» είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που αγγίζει το αστυνομικό μυθιστόρημα έχοντας έντονες κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις.

Wednesday, July 25, 2007

Βιβλιοπαρουσιάσεις-Λοιπές κατηγορίες(3)"Κριτική σημειωτική και κριτική της Κουλτούρας, Η Συγκριτική Γραμματολογία στην Ελλάδα, Νεοελληνική Ετυμολογία"


Ο Μπάμπης Δερμιτζάκης παρουσιάζει 3 δοκιμιακά βιβλία στο Λέξημα και την κατηγορία < "Λοιπές κατηγορίες" Διαβάστε αποσπάσματα από τις παρουσιάσεις των βιβλίων:
"Κριτική σημειωτική και κριτική της Κουλτούρας" - Manuel Gonzalez de Avila
"Η Συγκριτική Γραμματολογία στην Ελλάδα" - Έλενα Κουτριάνου
"Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ετυμολογία" Θεόδωρος Μωϋσιάδης


Και μια και μπήκε επί τέλους η κατηγορία «Λοιπές κατηγορίες» στο Λέξημα, να σας παρουσιάσουμε τρία δοκιμιακά βιβλία που βρίσκονταν για καιρό στο «Ράφι των τύψεων», κατά την προσφυή έκφραση της «Εαρινής Συμφωνίας», με επέκταση της σημασίας από τα βιβλία που έχουμε στο ράφι και δεν διαβάσαμε στα βιβλία που έχουμε στο ράφι και δεν παρουσιάσαμε. Και μια και αργήσαμε θα τα παρουσιάσουμε όλα μαζί.

Και ξεκινάμε με τη μελέτη του Ισπανού Manuel Gonzalez de Avila, Κριτική σημειωτική και κριτική της κουλτούρας, σε μετάφραση Βασίλη Αλεξίου (Παπαζήσης 2006, σελ. 485).
Η σημειωτική δεν είναι πια της μόδας όπως ήταν πριν τρεις δεκαετίες. Ένας από τους πατέρες της, ο Umberto Eco, μετά το εξαίρετο βιβλίο του «Σημειωτική» το έριξε στο μυθιστόρημα. Έχασε η σημειωτική, κέρδισε η λογοτεχνία (και ο κινηματογράφος. Το «Όνομα του ρόδου» υπήρξε μια εξαίρετη ταινία). Όμως ο Manuel Gonzalez de Avila με αυτό το βιβλίο του την φέρνει ξανά στο προσκήνιο αναδεικνύοντας την κριτική της διάσταση, ως μια κριτική της κουλτούρας. Οι τίτλοι των υποκεφαλαίων είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικοί ως προς τους προσανατολισμούς του. Σας δίνουμε μερικούς απ' αυτούς: «Η διπλή θεωρητική υπόσταση της σημασίας: ρεαλισμός και νομιναλισμός», «Οι επιλογές της απομονωτικής Σημειωτικής», «Ο θάνατος του κώδικα και η σημειωτική λειτουργική ετερογένεια», «Η οριστική πτώση της απομονωτικής σημειωτικής», «Ανθρωπολογία, βιολογία, φαινομενολογία και γνωσιακές επιστήμες στην απομονωτική σημειωτική», «Η κοινωνική επικοινωνία ως σημειωτική επιβολή» κ.λπ.
Ο μεταφραστής Βασίλης Αλεξίου, λέκτορας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, προλογίζει το έργο με ένα εκτεταμένο (50 σελίδες) και ιδιαίτερα κατατοπιστικό κείμενο. Διατυπώνει με σαφήνεια τους κινδύνους που διέρχεται η σημειολογία σήμερα. «Ο πρώτος κίνδυνος είναι να κλειστεί η Σημειωτική σε μιαν ανέξοδη, άνευρη, εσωτεριστική αυτοαναφορικότητα (πράγμα που έχει συμβεί πολλές φορές στο σύντομο παρελθόν της αγγίζοντας, σε κάποιες ακραίες στιγμές, τα όρια ενός ‘επιστημολογικού αυτισμού', όπως τον χαρακτηρίζει σε κάποιο σημείο το παρόν βιβλίο), αρκούμενη σε μια απλή βοτανολογία ή κηπουρική του λόγου και ασχολούμενη με τη δημιουργία αναλυτικών εργαλείων κάθε φορά περισσότερο σύνθετων και λιγότερο εξηγητικών, στην κατεύθυνση απλά και μόνο της ίδιας της διατήρησης και αναπαραγωγής της ως ακαδημαϊκής «πειθαρχίας». (Εδώ ο Αλεξίου κάνει λογοπαίγνιο με το discipline). Το δεύτερο, με το να μεταμορφωθεί κάτω από την πίεση των κυρίαρχων κοινωνικών προταγμάτων σε μια τεχνοκρατική γνώση για να «βελτιστοποιήσει»… τη διαχείριση των συμβολικών ανταλλαγών» (σελ. 18-19).
Ο Αλεξίου, ένας militant της ριζοσπαστικής Αριστεράς, πιστεύει ότι η σημειωτική μπορεί να ξεφύγει από αυτούς τους κινδύνους και να αρθρώσει ένα απελευθερωτικό λόγο. Η επαναστατικοποίηση των σημείων μπορεί να γίνει όχι μόνο «στη μοναξιά της επιστημονικής έρευνας και μελέτης και στην αγωνιώδη καλλιτεχνική πάλη για την ευ-μορφία… αλλά και… στους δρόμους, στα πεζοδρόμια και στην πλήθουσα μπαχτινική αγορά… (απόσπασμα)



Το δεύτερο βιβλίο που σας παρουσιάζουμε είναι Η συγκριτική γραμματολογία στην Ελλάδα. Σύγχρονες τάσεις (επιμέλεια Ελένα Κουτριάνου, Εκδόσεις Μεσόγειος 2005, σελ. 400).
Δεν είναι μόνο η Σημειωτική που περνάει κρίση ως επιστημονικός κλάδος, αλλά και η Συγκριτική Γραμματολογία, που κάποιοι πιστεύουν ότι έχει υποσκελισθεί από τις Πολιτισμικές Σπουδές, όπως αναφέρει στην εισαγωγή της η επιμελήτρια του τόμου. Οι θιασώτες των Πολιτισμικών Σπουδών υποστηρίζουν ότι η Συγκριτική Γραμματολογία πρέπει να ενσωματωθεί σ' αυτές ως επί μέρους κλάδος των. Οι Συγκριτολόγοι αντιστέκονται. «Ο Steven Totosy de Zepetnek… επαναλαμβάνει… πως η ενσωμάτωση κλάδων όπως η συγκριτική γραμματολογία στις πολιτισμικές σπουδές δεν είναι απαραίτητα μια εξέλιξη που θα απέβαινε προς όφελος είτε της συγκριτικής γραμματολογίας είτε της λογοτεχνίας. Κι αυτό γιατί οι πολιτισμικές σπουδές αντιμετωπίζουν τη λογοτεχνία ως μία μόνο από πολλές πολιτισμικές δραστηριότητες και ως πολιτισμική παραγωγή, ενώ η συγκριτική γραμματολογία διατηρεί την εστίαση στην ίδια τη λογοτεχνία», γράφει η επιμελήτρια στην εισαγωγή της προσυπογράφοντας (σελ. 38).
Όλα τα κείμενα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ορισμένα έχουν μια γενικότερη θεματική, όπως π.χ. το κείμενο του Βίκτωρα Ιβάνοβιτς «Θέσεις για μια συγκριτολογία των Βαλκανίων», ενώ άλλα είναι εστιασμένα σε πιο ειδικά θέματα, όπως «Η κοινωνική διάσταση του Liebestod στον Σοφοκλή και στον Kleist» της Χριστίνας Ντόκου και «Στη χώρα της υπερκειμενικότητας: ‘Στη χώρα Ίψεν' του Ιάκωβου Καμπανέλλη και οι ιψενικοί ‘Βρικόλακες'» του Δημήτρη Τσατσούλη.
Τον θεωρητικό της λογοτεχίας θα ενδιαφέρουν οπωσδήποτε τα κείμενα του Β. Μπέννινγκ για την αποδόμηση και της Ελένας Κουτριάνου για την διακειμενικότητα, ενώ τον θεατρολόγο θα ενδιαφέρουν τα κείμενα της Χριστίνας Ντόκου, του Δημήτρη Τσατσούλη και του Βάλτερ Πούχνερ. Όσο για μας, έχοντας ένα ενδιαφέρον για τις ανατολικές σπουδές, μας άρεσε ιδιαίτερα το κείμενο της Ευτέρπης Μήτση με τίτλο «Από την Ακρόπολη στο χαμάμ: Φύλο και εξουσία στο Ελληνικό ταξίδι», όπου σχολιάζει πως περιγράφουν δυο περιηγήτριες, η Mary Wartley Montagu και η Elizabeth Craven, τα χαμάμ της Αθήνας την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
(απόσπασμα)


Κλείνουμε με το βιβλίο του εξαίρετου γλωσσολόγου Θεόδωρου Μωυσιάδη Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ετυμολογία (Ελληνικά Γράμματα, 2005, σελ. 292).
Η ετυμολογία είναι ένας τομέας της γλωσσολογίας που ενδιαφέρει το ευρύ κοινό. Μάλιστα στη «Ραδιοτηλεόραση» υπήρχε παλιά μια σελίδα με ετυμολογίες λέξεων. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι το βιβλίο αυτό του Μωυσιάδη δεν απευθύνεται μόνο στον ειδικό επιστήμονα-γλωσσολόγο, αλλά και σε ένα ευρύτερο κοινό.
Τη σημασία που είχε η ετυμολογία στην αρχαιότητα επισημαίνεται από τον συγγραφέα ήδη στο πρώτο κεφάλαιο: «…τόσο οι αρχαίοι Έλληνες όσο και οι ρωμαίοι θεωρούσαν την ανάλυση των λέξεων ιδιαίτερα αποκαλυπτική για το ποιόν των σημαινομένων (Πλάτων) ή ακόμη θεμελιώδες τμήμα της κειμενικής μελέτης (Αλεξανδρινοί). Επιπλέον, οι στωικοί φιλόσοφοι… προσκολλήθηκαν στενά στη σημασιολογική σχέση των λέξεων, επιχειρώντας να ανεύρουν τους ελλείποντες κρίκους (‘τα πάθη της λέξεως') που μεσολαβούν από το ‘πρωτότυπον' ως το ‘παράγωγον'» (σελ. 30).
Και ενώ η ετυμολογία ενδιέφερε τόσο τους αρχαίους, σήμερα η μελέτη της φαίνεται περιθωριοποιημένη, παρά το, όπως επισημάναμε, ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού. Ο Μωυσιάδης επισημαίνει τους λόγους αυτής της περιθωριοποίησης αμέσως μετά. Στη συνέχεια, αφού μιλήσει για τη Στατική Ετυμολογία και τη Διαχρονική Ετυμολογία, μιλάει για τους γλωσσολόγους που συνέβαλαν στην ανάπτυξή της (P. Kretschmer, V. Pisani, O. Szemerenyi, Eugenio Coseriu κ.ά.), με τις δυο κύριες τάσεις, τη σημασιοκεντρική ετυμολογία και τη μετασχηματιστική ετυμολογία. Σ' αυτή τη δεύτερη παραθέτει ένα παράδειγμα μετασχηματισμού του μέσου ολλανδικού houden («κρατώ») και goud («χρυσός») στην Ολλανδική, Γερμανική, Αγγλική και Γοτθική.
Δεν είμαι γλωσσολόγος, αλλά μια και μου δίνεται η ευκαιρία ας κάνω κι εγώ μια ετυμολογική μου παρατήρηση: το αγγλικό milk, που στα γερμανικά είναι Milch και στα Ρώσικα «Μαλακό». Ακόμη: Στην Κρήτη την έγκυο την έλεγαν παλιά «Βαρεμένη». Ίσως από το «βαρυμένη», καθώς η έγκυος βαραίνει με το βάρος του εμβρύου. Στα Ρώσικα λέγεται «μπερέμιεναγια». Θωδορή, τα λέω καλά ή κάνω «παρετυμολογία», θέμα που συζητάς στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου σου;
Ένα ενδιαφέρον γλωσσολογικό θέμα είναι ποιες λέξεις ελληνικές υπάρχουν σε άλλες γλώσσες, και όχι μόνο στην Αγγλική, που την αφθονία τους σ' αυτήν μας κατέδειξε ο Ζολώτας. Μιλώντας με τον άντρα της Ρωσίδας δασκάλας μου, μου είπε ότι η πεθερά του στο χωριό μας βρίσκεται «β εγιό στοιχείο».
«Άκουσα καλά;», λέω. Και όμως αυτό ήταν, το βρήκα και στο Ρωσοελληνικό λεξικό. Η πεθερά του, με τους χωριάτες χωριανούς μου, βρισκόταν «στο στοιχείο της».
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στον Μωυσιάδη.
(απόσπασμα)

Για να διαβάσετε ολόκληρες τις βιβλιοπαρουσιάσεις κάντε κλικ εδώ

Wednesday, July 18, 2007

Βιβλιοπαρουσίαση πεζογραφίας: "Χιόνια πάνω στους κέδρους" - David Guterson


Ο φίλος μας Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου, γνωστός και από το λογοτεχνικό του στέκι www.Peri-grafis.com Περί...Γραφής ξεσκονίζει τη βιβλιοθήκη του και παρουσιάζει κάθε μήνα στο Λέξημα, ένα βιβλίο της επιλογής του, που άντεξε στο χρόνο.

Διαβάστε ένα απόσπασμα από την παρουσίαση του Ιουλίου:


Ιούλιος 2007


Τίτλος: ΧΙΟΝΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΚΕΔΡΟΥΣ
Συγγραφέας: David Guterson
Εκδόσεις: Ψυχογιός 1997
Μετάφραση: Τραϊκόγλου, Μαρία-Ρόζα
Σελίδες: 480
Τίτλος πρωτοτύπου: Snow Falling On Cedars





Όταν μια μικρή κοινωνία βρίσκεται σε κατάστασην ηρεμίας, μπορεί να μη φαίνεται τίποτε κι όλα να βαίνουνε καλώς. Αν όμως συμβεί κάτι και σπάσει το -τελικά- εύθραυστο περίβλημα αυτής της ηρεμίας, έρχονται στην επιφάνεια, ένα σωρό πράγματα που καλύτερα θα ‘ταν να μένανε κρυμμένα. Κατ' άλλους, καλύτερα να σπάζει το σπυρί και να τινάζεται το πύον, ώστε η αποθεραπεία των πάσχοντων ιστών ν' αποκαθίσταται καλύτερα, καθαρότερα κι ασφαλέστερα.
Τελικά ποιό είναι το καλύτερο; Το βιβλίο αυτό επιχειρεί να ανατμήσει μια τέτοια περίπτωση, -που δυστυχώς υπήρξε πραγματικότητα, σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας. Ο συγγραφέας καταφέρνει να κρατηθεί εκπληκτικά ουδέτερος, θαυμαστά τίμιος και να μας επιτρέψει, εμάς τους αναγνώστες, να καταχωρήσουμε στο νου μας, στηριγμένοι στα ιδανικά και τα πιστεύω μας, το καθετί. Καταφέρνει να παραμείνει φαινομενικά απαθής ακόμα κι όταν περιγράφει-εξιστορεί, περιπτώσεις προκαταλήψεων και ρατσισμού, καταφέρνει να μη παρασυρθεί στο μελό, ακόμα κι όταν μιλά για ένα μεγάλο έρωτα και σαν παρατηρητής-ξεναγός μας συνοδεύει στο κόσμο που στήνει στις σελίδες του. Φυσικά, στο τέλος, είναι ορατό ένα πικρό κλείσιμο του ματιού του, όταν μας αποχαιρετά με τον επίλογό του.



Για να διαβάσετε ολόκληρη την παρουσίαση κάντε κλικ εδώ